Ήταν πρωτόγνωρο και πως αλλιώς…
ήταν συγκλονισμός ψυχής…
ήταν ο χτύπος της Ζωής
κι’ ήταν ο τελευταίος.
Μόνος, ( αυτή η ερημιά ), που πήγανε οι ανθρώποι ;
Μα όχι, να, κατηφοριά.. και βλέπω, ναι – ναι, βλέπω !
Κι’ είναι πολλοί.. τόσοι πολλοί…
Πάω να πλησιάσω..
Μα κάπνα, μπόχα, μυρωδιά άσχημη με γυρίζει..
Όμως στο δάσος μόνος μου… και τώρα, ναι, το βλέπω.
Βλέπω το πως παρατηρώ.. τα πεύκα έχουν λουλούδια !
Βελανιδιές με κόκκινους – πορτοκαλί ανθούς !
Σκέφτομαι όνειρο.. το πως ;.. Όχι,.. όνειρο είναι..
Μα ζώα τρέχουν και.. μιλούν και τραγουδούν τραγούδια !
Κι’ ο ήλιος νάναι άγνωρος και πουθενά να βρίσκεται,
όμως το φως το λαμπερό διάχυτο παντού
χαρά του να σκορπίζει..
Κι’ εγώ περίεργη χαρά, καθολική στο είναι μου !
Σκέψεις ; Που πήγαν άραγε ; Προβλήματα.. χαμένα..
Απόφαση μου έρχεται στον κόσμο πλησιάσω.
Γυρίζω βλέπω πάλι, ναι, όλοι μεγάλη συντροφιά,
ταχειά τους πλησιάζω.
Φθάνω ως τον κοντύτερο σε μένα και κοιτάζω,
έτοιμη την ερώτηση, μα καν δεν προλαβαίνω..
Ξάφνου σηκώνετ’ έντρομος, φόβος του και που τρέχει..
και μακριά να βρίσκεται παρέα με τους άλλους.
Της απορίας πιάνοντας το χέρι την σηκώνω,
παρέκει και η έκπληξη κι’ αυτήν παρέα παίρνω
κι’ οι τρείς, εγώ και μέσα μου οι άλλες δυο παρέα,
ζυγώσαμε.. χαιρετισμό.. γεια σας, καλοί ανθρώποι..
Η έκπληξη ανυπόμονη ανέβηκε στα μάτια,
μπαλκόνια νου εκάθησε περίεργη όπως πάντα.
Η απορία σα χαζή, με μια βεντάλια παλαιή,
αέρα να δροσίσω..
Όταν εσκίρτησα εγώ, σηκώνοντας το χέρι..
μα μόνο το συναίσθημα, χέρια μου μην υπάρχουν..
ούτε το σώμα, πόδια μου.. Εκνευρισμός για μια στιγμή.
Μα στο σαλόνι της ψυχής.. χαρά κι’ ευδαιμονία..
να νοιώθω είναι μέσα μου, βαθιά όλο το είναι..
παντού γλυκά, περίεργα αισθήματα και ρίγος..
Τα δέντρα, κορμοί πράσινοι γεμάτοι με λουλούδια,
Κι’ ένα ρυάκι δίπλα μας, με μουσική να τρέχει..
Τότ’ ήρθε η απόφαση, που και ακολουθούσε.
--- Την καλημέρα μου παιδιά.. μου λέτε που βρισκόμαστε ;
Μάτια δεν βλέπω, – μα κοιτούν - το ξέρω, όλοι εμένα..
και σιωπή πρωτόγνωρη, απάντηση μου δώσαν.
--- Είν’ μακριά κάνα χωριό ; η θάλασσα που είναι ;
Ξάφνου στο άκουσμα αυτό, ο κρότος κεραυνού..
Οχλοβοή και πανικός, μουρμουρητά ένα σωρό.. και όλοι τους χαθήκαν..
Η έκπληξη που τρόμαξε, μαζί κι’ η απορία,
καβάλα πήραν άλογο, μαζί πήραν κι’ εμένα.
τους φτάσαμε το σούρουπο να κάθονται παρέα.
Χωρίς καμιά ερώτηση, μαζί τους εκαθίσαμε.
Τότε ήταν οι ψίθυροι.. μουρμουρητά χαμένα..
« καταραμένη θάλασσα..» « μας σκότωσες.. » « χαθήκαμε..»
« δεν πρόλαβα προσευχηθώ.. » « ούτε κι’ εγώ, χαιρετισμό παιδιά μου για να δώσω.. » Αεροπλάνο της Air France.. καταστροφή.. Τυφώνας..
απροετοίμαστες ψυχές, τώρα ζητάν’ συγχώρεση τις πόρτες για ν’ ανοίξουν..
Και τότ’ εφάνηκε ψηλά μεγάλο ερωτηματικό.. παρέα με τελείες..
Όλοι τους το εκοίταξαν ρωτώντας να τους πει..
Ώσπου, δυό ήταν που ήρθανε, πιλότοι τους, λεγόταν..
απάντηση τους ρώτησα, αμέσως μου την δώσαν.
« Ήτανε θέλημα Θεού.. κι’ οι κεραυνοί δικοί του.. Τυφώνας μας ελύγισε κι’ έκοψε τα φτερά μας.. »
« Διακόσιοι είκοσι οκτώ, οι επιβάτες.. όλοι αυτοί, μαζί με μας παρέα,
την πόρτα περιμένουμε ανοίξει να διαβούμε.. προς τον Θεό συγχώρεση
για να αναπαυθούμε.. »
Ώστε.. λοιπόν.. Κι’ εγώ γιατί ; Γιατί ανάμεσά σας ;
Μια δύναμη με τράβηξε να τους ακολουθήσω.
Και λίγο πιο ψηλότερα του λόφου κορυφή,
οι δυό τους μου εδείξανε στην άσφαλτο πιο κάτω,
συντρίμμια αυτοκίνητα, πτώματα πεταμένα..
Που σαν τα επλησίασα… εγνώρισα Εμένα..
Τότε ήταν που έτρεξα γρήγορα πια μαζί τους,
Όλοι μαζί ζητήσουμε Θεό μας συγχωρέσει,
οι πόρτες του Παράδεισου ανοίξουν να διαβούμε,
αφήνοντας κάθε κακό, για να αναπαυθούμε..
( Αφιερωμένο στην μνήμη των νεκρών του πρόσφατου αεροπορικού δυστυχήματος στον Ατλαντικό.. )
Νίκος Στυλιανού