Η τρέλα είναι ποίηση που καταστρέφει τον εαυτό...
(Κώστας Καρυωτάκης)
Ήταν πολύ ήρεμος.
Το μυαλό του καθαρό από σκοτούρες και άγχη, η ματιά του ανεπηρέαστη από ο,τι γινόταν γύρω
του και στα χείλη του υπήρχε ένα μειδίαμα που έδειχνε ότι ήταν ικανοποιημένος
Έστριψε τσιγάρο, με σχεδόν τελετουργικό τρόπο, και παράγγειλε ποτό.
“Jack Daniels, διπλό, δίχως πάγο.”
Άναψε το τσιγάρο και τράβηξε με πάθος την πρώτη ρουφηξιά, να φτάσει η νικοτίνη σε κάθε
κύτταρο του οργανισμού του.
Με ακόμα περισσότερο πάθος ήπιε και το bourbon.
Με δυο μόλις κινήσεις, το ποτήρι μέσα σε λίγες στιγμές είχε αδειάσει.
Η barwoman σάστισε. Τόσο για το πόσο γρήγορα ήπιε το πότο, όσο και για την ώρα, ήταν - δεν ήταν 5 το απόγευμα.
Έκανε απόπειρα να του πιάσει κουβέντα αλλά αυτός, βαρύς χαρακτήρας, την σταμάτησε και τις
έκανε νοήμα να του ξαναγεμίσει το ποτήρι.
Πριν προλάβει να τελειώσει το τσιγάρο, το ποτήρι του ήταν άδειο για δεύτερη φορά.
“Τι χρωστάω;” τις είπε με λακωνικό τρόπο.
“28 ευρώ” του απάντησε.
“Εντάξει είμαστε” της είπε καθώς της έδινε ένα χαρτονόμισμα των 50.
“Μη φεύγεις, να κεράσω και εγώ μια παρτίδα” του πρότεινε καθώς μάζευε τα σύνεργα του
τσιγάρου, χαρτάκια, καπνό και φιλτράκια.
Τη έσφιξε φιλικά στον ώμο, της φίλησε τα χέρια και στη συνέχεια με το δεξί του χέρι χτύπησε
ελαφρα το στήθος του στο ύψος της καρδιάς για να της δείξει ότι την ευχαριστεί.
“Θα συνεχίσεις αλλού;” τον ρώτησε με ενδιαφέρον.
“Σχολάω σε μια ώρα, να βρεθούμε αν θες” συνέχισε.
“Ίσως. Ίσως όμως και να τελειώσω εδώ. Να ξέρεις ότι το τέλος είναι πάντα όμορφο...” της
απάντησε ψιθυρίζοντας στο αυτί της.
Στο πρόσωπό της, ήταν εμφανώς ζωγραφισμένη η απορία.
“Είναι πάντα όμορφο το τέλος. Ναι γαμώ την μάνα του, είναι όμορφο!” της είπε και της χάρισε ένα
στοργικό φιλί στα μαλλιά και σαν να της φάνηκε ότι τα μάτια του βούρκωσαν.
Τον αποχαιρέτησε με ένα φιλί στο μάγουλο και ας μην τον είχε ξαναδεί, παρόλαυτα ένοιωθε μια
παράξενη συμπάθεια και οικειότητα και ας τον ήξερε για ένα σκάρτο εικοσάλεπτο.
Ίσως να ήταν και το μόνο άτομο που στάθηκε κοντά του εκείνο το βράδυ.
Έξω από το bar, οι λιγοστοί περαστικοί, έτρεχαν αν προστατευθούν από την βροχή, σφιγμένοι στα σακάκια και τα μπουφάν τους, ενώ οι πιο προνοητικοί, τους κοίταζαν σχεδόν χαιρέκακα κάτω από την προστασία των ομπρελών τους.
“Μαλάκες...” ψιθύρισε και άρχισε να περπατά αμέριμνος στη βροχή, λες και έκανε κυριακάτικη
περατζάδα.
“Τι βρεγμένος, τι μούσκεμα” θυμήθηκε την ατάκα που έλεγε ένα γεροντάκι στο χωριό του και
αλήθεια, ένοιωθε ότι του ταίριαζε γάντι την συγκεκριμένη χρονική στιγμή.
“Τι βρεγμένος, τι μούσκεμα” ψέλλισε και σχεδόν δάκρυσε.
Λίγο το ποτό, πολύ οι σκέψεις, ο συναισθηματικός του κόσμος είχε πιάσει πάτο.
Για έναν περίεργο λόγο, απόψε αισθανόταν ταυτισμένος με εκείνο το γεροντάκι.
Μια νεότερη έκδοση, ελαφρώς βελτιωμένη μεν αλλά με τα βασικά γνωρίσματα του προκατόχου
του.
Θυμήθηκε τότε, που ήταν πιτσιρικάς και δούλευε τα καλοκαίρια στο καφενείο του χωριού για να
εξασφαλίσει το χαρτζιλίκι του.
Κάθε καλοκαίρι, από τα 12 έως και τα 18 που τελείωσε το σχολείο.
Κάθε καλοκαίρι, όταν ξεκινούσε να δουλεύει στο καφενείο πήγαινε το γεροντάκι, θαμώνας του
καφενείου και τον ρωτούσε:
“Πάλι εδώ είσαι ρε μπίρη μου;”
“Ε, αφού καλοκαίριασε...”
“Καλοκαίριασε και φέτος μπίρη μου, αλλά δεν ξεχειμωνιάζει...” του απαντούσε το γεροντάκι και
κουνούσε το κεφάλι του.
Πιτσιρικάς τότε, τον είχε περάσει για τρελό.
Όχι μόνο αυτός αλλά ολόκληρο το χωριό, περνώντας όμως τα χρόνια κατάλαβε...
“Όλοι οι τρελοί, τρελοί δεν είναι...” μουρμούρισε τους στίχους του τραγουδιού και εκείνη την
στιγμή σκέφτηκε πως από μικρός έτρεφε μια συμπάθεια προς όσους έπασχαν από ψυχικά
νοσήματα.
Κατά κάποιον τρόπο τους θεωρούσε σοφούς γιατί έβλεπαν και διασθάνονταν παγματα που δεν
μπορούσαν να κατανοήσουν οι “γνωστικοί”.
Το μυαλό του ξαναγύρισε στο χωριό.
Θυμήθηκε μια γριούλα αυτή τη φορά, το όνομα της δεν το θυμόταν, ίσως να μην το έμαθε και ποτέ και τα χαρακτηριστικά της ήταν αμυδρά χαραγμένα στο μυαλό του, εκτός από το βλέμμα της.
Ήταν ξαπλωμένη, μέσα σε μια στοίβα από χιόνι.
“Αχ την λάγια, το έχασε” του είπε η γιαγιά του που ήταν μαζί του εκείνη την ημέρα.
“Σάματις είχε περάσει και λίγα;” του είπε η θεία του όταν χρόνια μετά της ανάφερε το περιστατικό.
Όλοι το έβλεπαν σαν κατάρα και αδικία.
Βασανισμένη γυναίκα στην ζωή της, να της το ξεπληρώσει η τύχη της και η μοίρα της έτσι;
Αυτός όμως θυμόταν το βλέμμα της που είχε χαραχτεί βαθιά στην μνήμη του, πόσο ευτυχισμένο
έδειχνε, και ας είχε μελανιάσει το κορμί της από το κρύο.
Ήταν η ευλογία και το δώρο της για τα δεινά που είχε περάσει, μια ευτυχία τόσο υπερβατική που σε όλους έμοιαζε για τρέλα, άλλωστε το έδειχνε και το παιδιάστικο της γέλιο στα πρόσωπο της.
Πόσο θα ήθελε απόψε να ήταν στην θέση της...
Όχι ότι απείχε και πάρα πολύ...
Με τις σκέψεις για συντροφιά είχε διανύσει μια μεγάλη απόσταση δίχως να το καταλάβει.
Τα ρούχα του ήταν μούσκεμα μα η ψυχή του ήταν πιο στεγνή και από την έρημο.
Η σκέψη του ήταν άναρχη, πιανόταν από το οτιδήποτε, δίχως να τον οδηγεί κάπου, περιπλανώμενη, όπως περιπλανώμενος ήταν και αυτός στα στενά της Αθήνας.
Του άρεσαν αυτές οι βόλτες και όσο πιο βροχερός ήταν ο καιρός, τόσο περισσότερα χαιρόταν την
βόλτα και όσο πιο μόνος, τόσο το καλύτερο, για να ταιριάζει ο χειμώνας με τον χειμώνα της
καρδιάς.
Ένα παρόμοιο βράδυ είχε περιπλανηθεί στα Εξάρχεια, από άκρη σε άκρη, Μουσείο, Νεάπολη,
Πλατεία, μέχρι τον λόφο του Στρέφη έφτασε η χάρη του, με τόση βροχή που τον έριξε στο κρεββάτι για δυο βδομάδες.
“Σε είχα για μαλάκα, αλλά όχι για τριμάλακα” του είχε πει ο κολλητός του όταν του εξήγησε πως το έπαθε.
Αυτή του η φράση ήταν αρκετή για να τον αποτρέψει να του εκμυστηρευθεί πως σε αυτές τις
βόλτες ποτέ δεν ήταν μόνος.
Είχε πάντα παρέα, όχι φυσική μα νοερή.
Πάντα είχε παρέα, πάντα ήταν γυναίκες και πάντα συζητούσε μαζί τους, νοερά, άπειρα θέματα.
Τους φόβους του, τα όνειρά του, τα σχέδιά του, τα θέλω και τα μη του και “αυτές” ανέχονταν
αδιαμαρτύρητα την πολυλογία του και την “κακομοιροσύνη” του και του κρατούσαν συντροφιά
στο κρύο.
Χρόνια μετά, κατάφερε να το ζήσει και στην πραγματικότητα, όχι τόσο λόγω της φυσικής
παρουσίας της Γυναίκας στην περιπλάνησή του, όσο λόγω της επικοινωνίας που υπήρχε σε εκείνη την βόλτα.
“Σιγόντο” το ονόμαζε ο ίδιος και αυτό αναζητούσε στην ζωή του, μια “δεύτερη φωνή” που θα
καταλάβαινε τα “πατήματα” της δικής του και θα στόλιζε το άχαρο Τραγούδι της ζωής του.
Αυτήν που θα του έδινε το κουράγιο για να κάνει το παραπάνω βήμα.
Η βροχή είχε πια κοπάσει, το κρύο όμως τρυπούσε, δεν έδειχνε όμως να τον ενοχλέι ιδιαίτερα και
συνέχισε την άσκοπη του περιπλάνηση.
Κάθε στενό, κάθε πλάκα του πεζοδρομίου, του ξεσήκωνε και μια ανάμνηση.
Κάπου – κάπου, κοντοστεκόταν και ο αέρας που σφύριζε από τα στενά, σαν να του έφερνε τους
ήχους και τα αρώματα του παρελθόντος.
Θυμήθηκε εκείνη την βόλτα, με την “δεύτερη φωνή” να τον σιγοντάρει.
Στους ίδιους δρόμους περιπλανιόταν εκείνο το απόγευμα και έμεινε και ο ίδιος έκπληκτος που
θυμόταν τόσο καλά κάθε λέξη, κάθε φράση που ειπώθηκε σε εκείνες τις διαδρομές, κάθε βλέμμα που ανταλλάχτηκε, κάθε λαχανιασμένη ανάσα από το περπάτημα.
Είχε ήδη φτάσει στο συντριβάνι της πλατείας και μέσα στον θόρυβο των νερών του, άκουγε
ολοζώντανη την φωνή της και το γέλιο της.
“Ποιόν θα ρίξεις στο συντριβάνι ρε;” της είχε πει και μέσα σε κλάσματα δευτερολέπτου την έσφιξε
στην αγκαλιά του.
Ξαναζούσε την στιγμή, την έβλεπε ολοζώντανη μπροστά του, γνωρίζοντας πως είναι παραίσθηση.
Δεν το ένοιαζε όμως...
Η καρδιά του φλέγονταν και παρά το κρύο που επικρατούσε έβγαλε το βρεγμένο και παγωμένο του σακάκι.
“Τι βρεγμένος, τι μούσκεμα” ψέλλισε και έπεσε μέσα στο συντριβάνι.
Τσαλαβουτούσε στα νερά σαν νήπιο στην παραλία και ας ήταν Δεκέμβρης.
Το μυαλό του ένα “μπάχαλο” όπου περνούσαν αστραπιαία όλες οι προηγούμενες του σκέψεις, φτιάχνοντας ένα τόσο φωτεινό καλειδοσκόπιο συναισθημάτων που λίγοι θα άντεχαν.
Ο γεράκος στο καφενείο, η γριά μέσα στο χιόνι, οι κατά φαντασίαν συντροφιές του, η πραγματική
“δεύτερη φωνή”.
“Καλοκαιριάζει μα δεν ξεχειμωνιάζει, ρε μουνιά!!!” Φώναζε και γελούσε, μα τα μάτια του ήταν
σκοτεινά
Το αλλόκοτο παιχνίδι του με το νερό, κράτησε αρκετή ώρα ώσπου ξαφνικά ένοιωσε δυο χέρια να
τον τραβούν απότομα και να αιωρείται στον αέρα ενώ στιγμές αργότερα ένα τσίμπημα, που η ένταση της στιγμής δεν τον άφησε να προσδιορίσει ακριβώς το σημείο που το αισθάνθηκε, του έσβησε τα φώτα από το καλειδοσκόπιο
“Ποιος ξέρει τι λούκια τράβαγε;” άκουσε να λέει καθώς αισθανόταν να τον ξαπλώνουν και να τον
δένουν.
Ήθελε να ρωτήσει που τον πηγαίνουν αλλά δεν έβρισκε το κουράγιο.
“Είναι χειμώνας εκεί που πάμε;” ρώτησε αργότερα στο ασθενοφόρο.
Ο ασπροφορεμένος συνοδός δεν του έδωσε σημασία.
“Θέλω να είναι χειμώνας. Το καλοκαίρι δεν ξεχειμωνιάζει...” του ξαναείπε.
Ξανά σιωπή.
Ήταν το δεύτερο άτομο που βρέθηκε κοντά του εκείνο το βράδυ...