Ο Μπεν ένοιωσε πάλι τον πόνο στα λαιμά του όπου οι αδένες του
πρησμένοι έμοιαζαν με μπαλίτσες του γκολφ .Ο ξερόβηχας αραιός -αραιός
αλλά επίμονος ,τον συντάραζε κάθε τόσο ,σαν ενοχλητικός ,απροσκάλεστος
επισκέπτης.
Ανόρεχτα κλώτσησε την φθηνή βαμβακερή κουβέρτα μακριά απ' τα πόδια του
και σκουπίζοντας το ιδρωμένο μαυριδερό του πρόσωπο ,έβρισε την
αποπνικτική ζέστη .
Η τσίγκινη παράγκα έμοιαζε με φούρνο ,τώρα το πρωί κι ευτυχώς που το
απόγευμα την έσκιαζε η πελώρια πασχαλιά και δρόσιζε λίγο ,αλοιώς δεν
θα μπορούσε να κοιμηθεί εκεί μέσα.
Κατάπιε με δυσκολία το σάλιο του ,σηκώθηκε με κόπο και με προσπάθεια
πήρε το παγούρι απ' την γωνιά ,να ποτίσει τις γλάστρες που ομόρφαιναν
λίγο την παράγκα .Στην συνέχεια έβγαλε τον κουβά με τα ακάθαρτα για να
τα μαζέψει η δημαρχία αργότερα .Όταν θα βρισκόταν στο νοσοκομείο για
τα αποτελέσματα . Ευχόταν μόνο να ήταν υπερκόπωση ,όπως είχε πει ο
Κουβανέζος γιατρός που τον εξέτασε...´Ένας απ' τους πολλούς που είχε
φέρει η κυβέρνηση του Ει -Εν- Σι για να καλύψουν τις κενές θέσεις και
που οι ντόπιοι γιατροί τις απόφευγαν .λόγω της πολύωρης εργασίας και
του χαμηλού μισθού.
Ήταν όμως υπερκόπωση ; Το ερωτηματικό τον έκαιγε εδώ και δυό βδομάδες
που είχε πάει στο νοσοκομείο.
-Ποιο είναι το πρόβλημά σας κύριε Μουΐτσι ; Τον ρώτησε ο γιατρός
κοιτώντας τον πίσω από το γραφείο και τα χονδρά γυαλιά του.
-Δεν ξέρω γιατρέ .Το στόμα μου έχει γεμίσει πληγές και πονά ο λαιμός
μου .Τίποτα δεν μπορώ να καταπιώ, απάντησε ο Μπεν νευρικά και
στριφογυρίζοντας την τραγιάσκα στα χέρια του.
-Για να δούμε τί τρέχει ! Μονολόγησε ο γιατρός φορώντας τα πλαστικά
γάντια του και γνέφοντάς του να ξαπλώσει.
Στην συνέχεια του πίεσε τους αδένες που τον έκαναν να βογκήξει
πονεμένα ,ενώ το πλακουτσό ξυλάκι στο στόμα του του έφερε αναγούλα
,κάνοντας τον πάλι να βήχει. Μετά ακολούθησε η ακρόαση της καρδιάς ,το
μέτρημα της πίεσης κι ύστερα μέχρι να ντυθεί , ο γιατρός κρατούσε
σημειώσεις με ανέκφραστο πρόσωπο.
-Πόσος καιρός πάει που αισθάνεστε έτσι ; Ρώτησε τέλος ,όταν ο Μπεν
κάθισε απέναντί του .
-Έχει καιρό γιατρέ. Από τότε που πέθανε η φιλενάδα μου και νόμιζα ήταν
απ' την στεναχώρια μου ,εδώ κι έξι μήνες. Όμως τώρα κι ένα μήνα
αισθάνομαι τελείως χάλια .Χάνω βάρος ,τα πόδια μου τρέμουν και νομίζω
θα πέσω κάτω.
-Κι από τι πέθανε η φιλενάδα σας ;ρώτησε με σμιχτά φρύδια ο γιατρός
και συνέχισε να γράφει στο ντοσιέ.
-Δεν ξέρω.. Παραδέχτηκε ο Μπεν ,Είχε και κείνη αυτά τα πράγματα στο
στόμα της και...
-Μα δεν την είδε γιατρός για να σας πει; τον διέκοψε έκπληκτος. ( Άκου
να πεθαίνουν και να μην πάνε για εξετάσεις! )
-Πήγε μόνο στα τελευταία της ,γιατρέ . Αφού όμως πρώτα γυρίσαμε όλους
τους Μαγογιατρούς και τους Σαγκόμα , απολογήθηκε ο Μπεν που δεν άντεχε
την μομφή στα μάτια του γιατρού , που ξανακούνησε το κεφάλι του.
( Ακούς ! Την σήμερον ημέρα του 1995 κι ακόμα να πιστεύουν στους μάγους!)
Αν και έξι μήνες σε τούτη την Αφρικάνικη χώρα ,σχεδόν τίποτα δεν τον
έκπλησσε πια....Πολλοί με την πολυγαμία ,κι από πέντ'-έξι γυναίκες ο
καθένας .
Παράδειγμα ο βασιλιάς του Σουάζιλαντ , μέχρι τώρα στα 35 του, έντεκα
γυναίκες έχει παντρευτεί. Κι όσο για τον γέρο – γέρο βασιλιά εκατόν
είκοσι ,και που είσ ' ακόμα. Μα το χειρότερο ν,αρνούνται τα
αντισυλληπτικά .(Αυξάνεστε λοιπόν και πληθύνεστε ) και χωρίς να
υπολογίζουν το Εϊτσ που κόντευε να πάρει επιδημιακές διαστάσεις.
Φαντάσου ότι πίστευαν πώς αν έβαζαν το προφυλακτικό κάτω από το
μαξιλάρι τους δεν κινδύνευαν. Τι να περιμένεις όμως με την αμορφωσιά
που τους άφησε το απαρτέϊτ.
-Στον μάγο πήγατε κι εσείς κύριε Μουΐτσι ; ρώτησε τέλος ήρεμα και παίζοντας
το στυλό ανάμεσα στα δάκτυλά του.
-Όχι ,γιατρέ ,βιάστηκε να διαμαρτυρηθεί ο Μπεν. Προτίμησα να έρθω
εδώ,δεν πιστεύω πιά τους τσαρλατάνους . Εξαιτίας τους έχασα τον
άνθρωπό μου , συνέχισε με πίκρα και τρέμοντας απ' την ταραχή .
-Καλά ! Να πάρετε τα χαπάκια και το τονωτικό που σας γράφω και τ' άλλο
σημείωμα να το δώσετε στην κλινική απέναντι για να σας πάρουν αίμα. Οι
αναλύσεις θα δείξουν τι έχετε , αλλά μπορεί να 'ναι και υπερκόπωση.
Του έδωσε τα χαρτιά και του τόνισε .Όχι να το αμελήσετε ! Είναι πολύ
σημαντικό , είπε κλείνοντας το ντοσιέ .
------------
Τα φάρμακα είχαν τελειώσει από προχθές , μα δεν ένοιωθε και πολύ
καλύτερα από την αδυναμία που τον τύλιγε .Μόνο οι πληγές στο στόμα του
σαν να άρχισαν να επουλώνονται και κατάπινε λίγο πιο εύκολα , δίνοντάς
του μια μικρή ελπίδα ότι θα γινόταν καλύτερα , αν και οι αδένες του
ακόμα πρησμένοι.
Με αργές κινήσεις πήρε την οδοντόβουρτσα και τα ξυριστικά του και
καλημέρισε την Ντορίν που του χαμογελούσε απ' την κορνίζα και που
μέχρι πριν λίγο καιρό ,μοιραζόταν την παράγκα του κι ύστερα...Ήρθε ο
θάνατος κι απόμεινε μόνος. Οι δικοί του ,δεν τον συγχώρεσαν κι ούτε
πατούσαν να τον δουν. Κανένας τους εκτός απ ' τον Άνθονυ , τον
μεθύστακα αδελφό του ,που περνούσε κάπου – κάπου. Πιο πολύ όταν ήθελε
δανεικά και πάντα αγύριστα. Όσο για άλλη γυναίκα , ακόμα δεν του '
κανε καρδιά να κοιτάξει καμιά. Ήταν πολύ νωρίς κι όλα του την θύμιζαν
. Από τα λουλούδια που εκείνη είχε φυτέψει , μέχρι τα ρούχα της που
ακόμα βρίσκονταν στο μπαούλο . Καμιά φορά τα ξεδίπλωνε και τα μύριζε
, νομίζοντας ότι εκείνη βρισκόταν ακόμη εκεί κι άκουγε το κελαρυστό
γέλιο της όπως τότε που την πρωτογνώρισε στο μαγαζί του Ντιν. Και
παράξενο πράγμα ,λες και το μυαλό του είχε κολλήσει εκεί κι όχι στον
καιρό της αρρώστιας της . Λες κι η άρρωστη ήταν κάποια άλλη κι όχι η
δική του Ντορίν.
-------------------------
Δούλευε σαν σερβιτόρα και τους είχε φέρει τις μπύρες. Κουνιστή
,λυγιστή μακιγιαρισμένη και τα μαλλιά της καλοχτενισμένα σε ρωσικές
πλεξίδες.
Απ. την πρώτη στιγμή ένοιωσε για κείνη μια ανεξήγητη έλξη .Του άρεσε
το πλούσιο στήθος της κι οι παχουλοί πισινοί της που κουνιόντουσαν σαν
περπατούσε .Μα πιο πολύ τα γελαστά μάτια της κι ο τόπος που
αντιμετώπιζε τους μισομεθυσμένους, κι όταν σε λίγο ήρθε να πάρει τα
ποτήρια δεν κρατήθηκε και της έδωσε μια τσιμπιά ενώ με τ' άλλο χέρι
της έβαζε στο στήθος ένα γερό μπουρμπουάρ .
-Αουτς ! Ξεφώνισε σιγανά, μα του χαμογέλασε σαγηνευτικά .Σημάδι ότι
της άρεσε ο ψηλός αρρενωπός άνδρας και δεν θα 'χε αντίρρηση να τον
γνωρίσει καλύτερα.
Κάτι όμως από τα χαμόγελα που του έριχνε ,έκαναν τον κοντοστούπη φίλο
της που βρισκόταν εκεί , να μυριστεί ότι κάτι έτρεχε μεταξύ τους.
Τρεκλίζοντας λοιπόν μεθυσμένα κι ανεμίζοντας το *όου κάπι του (μικρό
μαχαιράκι της τσέπης)πλησίασε στο τραπέζι του Μπεν .
-Τι θέλεις απ ' την δικιά την ...την ... γυναίκα ; τραύλισε
προσπαθώντας να σταθεί στα πόδια του και να μαχαιρώσει τον αντίζηλό
του.
Μιά του έδωσε ο Μπεν χωρίς καν να σηκωθεί , αφού ο άλλος ούτε μέχρι
την μέση του δεν έφθανε και το μαχαίρι βρέθηκε στον αέρα. Η άλλη
γροθιά τον βρήκε στο σαγόνι και ξαπλώθηκε φαρδύς – πλατύς στο πάτωμα
βρίζοντας.
Η Ντορίν καταθυμωμένη έτρεξε να τον σηκώσει πριν πάρει είδηση το
αφεντικό και τού βαλε τις φωνές.
-Μια μέρα εξαιτίας σου θα με απολύσουν και θα δώ τι θα τρώμε χωρίς
δουλειά!* Τσαμάγια οουένα ( φύγε από δώ ! Του φώναξε οργισμένη , μα
αν και μεθυσμένος, το χαστούκι του βρήκε το μάγουλό της ,κάνοντας τον
Μπεν να θέλει να τον ξανακτυπήσει. Ευτυχώς ο φύλακας διέκοψε τον καυγά
,πετώντας έξω τον κοντοστούπη κι η Ντορίν κείνο το βράδυ πήγε μαζί με
τον Μπεν.
----------------------------
-Έχω βαρεθεί τα μεθύσια ,την ζήλια του ,τις γυναικοδουλειές του που
δεν του αφήνουν γρόσι ,μα και τον ίδιο. Είπε κουρασμένα καθώς έπινε
αργά τον καφέ που της έφτιαξε ο Μπεν και συνέχισε λίγο ένοχα τώρα. Αν
και απόψε είχε δίκιο που ζήλεψε . Θα κατάλαβε ότι μ' αρέσεις και ξέρει
ότι μένω μαζί του μόνο για το αγόρι μας . Ποτέ του όμως δεν φέρνεται
σαν πατέρας κι έχει σκοτώσει τα πάντα μέσα μου .Τίποτα δεν έμεινε να
μας δένει πιά.
Ο Μπεν δεν άκουγε όμως τα παρακάτω .Της άρεσε!
-Το λες αλήθεια πως σου αρέσω;
-Ασφαλώς !αλοιώς γιατί να είμαι τώρα μαζί σου ; τον ρώτησε κι ο Μπεν
βρέθηκε στα ουράνια .
-Τότε ασ' τον κι έλα μείνε εδώ για τα καλά! Της πρότεινε αυθόρμητα
τυφλωμένος από τούτο τον κεραυνοβόλο και μοιραίο έρωτα και ξεχνώντας
ότι ήταν λογοδοσμένος με την Ττόμπι την γειτονοπούλα του αν και ποτέ
δεν ένοιωσε αυτό που ένοιωθε τώρα για την Ντορίν.
Ίσως το γεγονός ότι είχαν μεγαλώσει μαζί και πιο πολύ την έβλεπε κάτι
σαν αδελφή του παρά σαν γυναίκα. Αντίθετα η μάνα του την θεωρούσε
ιδανική νύφη και τον ζάλιζε κάθε μέρα μέχρι που είπε το “ναι” και
πληρώσαν το μισό “λομπόλα “ προίκα στους γονείς της νύφης όπως ήταν το
έθιμο.
-Νομίζεις είναι καλή ιδέα ,Μπεν ;ρώτησε η Ντορίν. Θα ταιριάξουμε; Κι
έπειτα είναι και το παιδί που μένει με την μάνα μου εκεί στην φάρμα
.Μια μέρα θέλω να το φέρω να μένει μαζί μου και να....
-Η ζωή δεν έχει εγγυήσεις ,Ντορίν , την διέκοψε. Όμως μ' αρέσεις
αφάνταστα και σ' αρέσω . Ας αδράξουμε την ευτυχία που μας έφερε
αντιμέτωπους, κι όσο για το παιδί θα το αγαπώ σαν δικό μου ! Είπε
κοιτώντας την τόσο έντονα ,που είπε το ναι . Ο Μπεν τότε την
σφιχταγκάλιασε με πάθος κι έκαναν έρωτα χωρίς προφυλάξεις . Έπαιρνε
το αντισυλληπτικό όπως την συμβούλεψαν στην κλινική κι ο Μπεν αγνοούσε
ακόμα το Εϊτσ.
-----------------------
Ο μικρός Σίφο ήρθε να μείνει μαζί τους στις διακοπές των Χριστουγέννων
,που ήταν και το τέλος της σχολικής χρονιάς και θα άρχιζε σχολείο τον
Γενάρη εδώ στο Κίμπερλυ . Ξετρελάθηκε με τον Μπεν που του φερνόταν σαν
σε μεγάλο και κάθε βράδυ μέχρι να μαγειρέψει η μάνα του που τώρα
δούλευε αλλού αντί για την ταβέρνα ,μιλούσαν για χίλια δυό
πράγματα..Οπως τί είχε μάθει στο σχολείο ,για την φάρμα και την *οουμά
του (γιαγιά )κι άλλα πολλά.
Έπειτα ο Μπεν του διηγόταν την ιστορία του Κίμπερλυ ,που ήταν η πρώτη
πόλη στον κόσμο μετά την νέα Υόρκη που απέκτησε ηλεκτρισμό .Επίσης για
την μεγάλη τρύπα που οι τουρίστες έφθαναν από πολύ μακριά να την δουν
και ήταν σχεδόν η πιο μεγάλη τρύπα στον κόσμο που είχε σκαφτεί από
ανθρώπινα χέρια..Ενα μεγάλο διαμάντι που βρήκαν τα παλιά χρόνια εκεί
,το πήραν στην Αγγλία και στόλισε το στέμμα της τότε βασίλισσας
Βικτορίας .
-Θα πάμε να την δούμε τούτη την τρύπα ούεμ Μπεν ;ρώτησε ο Σίφο που τον
έτρωγε η περιέργεια να την δει από κοντά.
Ασφαλώς ! Να πάμε την Κυριακή μόνο να προσέχεις μην πέσεις μέσα και σε
ψαρεύουνε για διαμάντι είπε ο Μπεν κουνώντας αστεία την τραγιάσκα του
και την Κυριακή νά τους εκεί πίσω από το κιγκλίδωμα με τον μικρό
αγκαλιά να κοιτάζουν την απέραντη σε φάρδος και πλάτος τρύπα που είχε
σχήμα ακατέργαστου διαμαντιού και το νερό στην επιφάνεια από τα πολλά
θειούχα , φαινόταν γαλαζοπράσινο.
Στην συνέχεια ο Μπεν του αγόρασε τρία φανελάκια από το μαγαζί των
σουβενίρ κι αυτό έκανε τον μικρό να τον λατρέψει.
------------------
Πέρασαν έτσι ευτυχισμένα δυόμιση χρόνια με το μόνο σύννεφο να τους
σκιάζει ,το πείσμα της μάνας του Μπεν .Με κανένα τρόπο δεν ήθελε να
αποδεχτεί την Ντορίν και στην Μαύρη φυλή του Μπεν η έχθρα της μάνας
είναι πιο μεγάλη κι από κατάρα. Του απαγόρεψε να ξαναπατήσει σπίτι της
,όσο την είχε μαζί του και δεν του συγχωρούσε που της χάλασε το
συμπεθεριό.
Έπειτα από λίγο εμφανίστηκαν τα πρώτα συμπτώματα απ' την αρρώστια της
Ντορίν. Έβηχε συνέχεια ,έχανε βάρος κι άρχισαν τα τρεχάματα στους
Μαγογιατρούς και τους Σαγκόμα , σαν υποψιαζόταν ότι της είχε κάνει
μάγια ο Κοντοστούπης που τον άφησε ,ή την μάνα του Μπεν που δεν την
ήθελε.
Με τα τρεχάματα για Μούτι και γιατροσόφια , καθόλου χρόνος για τον
Σίφο ,έτσι τον έστειλαν πάλι στην γιαγιά του ,για να μην βλέπει την
μάνα του που είχε γίνει σαν σκελετός.
Ίδρωνε συνέχεια κι όσο για τα πάντα καλοχτενισμένα μαλλιά της τώρα
έμοιαζαν με περιπλεγμένο σύρμα , και το στόμα της γεμάτο πληγές , σαν
κι αυτές που διακοσμούσαν τώρα και το δικό του στόμα. Τότε όμως
αισθανόταν καλά κι ούτε έδωσε σημασία στα λόγια του λευκού γιατρού που
την εξέτασε στα τελευταία της ,ότι έπρεπε κι εκείνος να πάει για
εξετάσεις. Κι όπως νόμισε στην αρχή η αδιαθεσία του οφειλόταν στην
στεναχώρια από τον θάνατό της. Και που τον άφησε στραγγισμένο
οικονομικά και ψυχολογικά. Τόσο που δεν ήξερε ποιόν να λυπηθεί πιο
πολύ .Εκείνην που έφυγε τόσο πρόωρα ,τον Σίφο που στην κηδεία
γαντζωμένος απάνω του να κλαίει σπαρακτικά ή τον εαυτό του;
--------------------------
Αναστενάζοντας πήρε τα μάτια του απ' την φωτογραφία και ρίχνοντας την
πετσέτα στον ώμο του ,πήγε να πλυθεί έξω στην αυλή.
Έβαλε το κεφάλι κάτω απ' την βρύση ,στην ρίζα της πασχαλιάς και
γουργούρισε μ' ευχαρίστηση στην αίσθηση του κρύου νερού .
-Τουμέλα ,Μπεν ,Κουτζιάνι; (Καλημέρα Μπεν τι κάνεις ;) άκουσε την φωνή
του Ττάμπο .....
-Καλιμπουχά (καλά ευχαριστώ ) τον αντιχαιρέτισε καθώς σκουπιζόταν .
-Πήγες στον γιατρό ; Τί σου είπε: τον ρώτησε τώρα ο Ττάμπο που εκτός
από γείτονας ήταν και φίλος του .Ένας από τους λίγους που του
συμπαραστάθηκε τότε με την αρρώστια της Ντορίν κι έπειτα με τα έξοδα
της κηδείας όπου στην φυλή του είναι κακό να μην κάνεις στον άνθρωπό
σου μια κηδεία καθώς πρέπει .Τότε το πνεύμα θα μείνει εδώ να
τυραγνιέται και να μην αναπαύεται.
Μέχρι έρανο λοιπόν έκανε για να τον βοηθήσει.
-Περιμένω τον Άνθονυ να πάμε μαζί . Αν βέβαια δεν μέθυσε και το
ξέχασε ! Απάντησε ο Μπεν και προσεκτικά άρχισε να βουρτσίζει τα δόντια
του για να μην ερεθίσει τα ούλα του.
-Ελπίζω να σου βρουν τι έχεις και να σου δώσουν τα φάρμακα που πρέπει
για να γιάνεις ,αλλά θα τα πούμε απόψε είπε ο Ττάμπο και τον χαιρέτισε
γρήγορα για να προλάβει το ταξί των εφτά .
Ταραγμένος πάλι ο Μπεν βάλθηκε να ξυριστεί κι ο Ανθονυ τον βρήκε με
τις σαπουνάδες .
Ηταν πιο κοντός απ ' τον Μπεν , μα τα χαρακτηριστικά του σκαμμένα απ'
το ποτό , τον έδειχναν πολύ πιο μεγάλο από τα τριάντα του χρόνια .
Παραπατούσε λίγο κι είχε μια τσάντα διπλωμένη παραμάσχαλα και παρά τα
καλά του ρούχα ,σε απωθούσε η απλυσιά κι η ιδρωτίλα που πλανιόταν μαζί
του ,ενώ από το στόμα του κρεμόταν το αιώνιο ταμπακοτσίγαρο
.Τυλιγμένο με χαρτί εφημερίδας ,κι η καμένη μυρωδιά του χαρτιού έκαναν
τον Μπεν να αρχίσει να βήχει.
-Γκούχ! Γκούχ !Πως αντέχεις τούτο τον καπνό ; του έβαλε τις φωνές .
-Ου ! Αν δεν καπνίσω γυρίζει το κεφάλι μου ,δικαιολογήθηκε με βλακεία
κι έπειτα στην κατσάδα του Μπεν που δεν είχε κάνει μπάνιο
,δικαιολογήθηκε πώς δεν πρόλαβε.
Πως να προλάβεις που σίγουρα θα πέρασες από το “σιημπίν “ (την ταβέρνα
) με τους φίλους σου .Μα βέβαια! Πρώτα το πιοτό και σίγουρα πάλι
απένταρος ! Τον ειρωνεύτηκε ο Μπεν πηγαίνοντας μέσα για να ντυθεί.
-Εντάξει Μπρά ! (αδελφέ ) μην με σκοτώνεις ! Μου μείναν λίγα κι αν μου
δώσεις κι εσύ καμιά εικοσαριά ραντς ,θα τα βολέψω. Είπε με κείνο το
μισοκακόμοιρο ύφος του που πάντα συχαινόταν ο Μπεν που τον κοίταξε έξω
φρενών.
-Ξέχασέ το να σου ξαναδώσω ! Αυτά που έχω ίσα που θα με φτάσουν για το
νοίκι ,είπε σταθερά ο Μπεν κι έσφιξε την ζώνη του μια τρύπα πιό μέσα
,σημάδι ότι είχε χάσει κι άλλο βάρος και συνέχισε .Καλύτερα να πάω
μόνος μου παρά να με κάνεις ρεζίλι έτσι μισομεθυσμένος που είσαι ...
-Ελα τώρα Μπεν ! Μην είσαι τόσο άκαρδος ,τον καλόπιασε σαν πετούσε έξω
το ταμπακοτσίγαρο και διστακτικά ξεστόμισε .Ξέρεις... Η μάνα είπε να
περάσεις από το σπίτι .Της είπα ότι είσαι άρρωστος κι ανησυχεί .Λέει
να πα να την δεις.
-Με πόνεσε τώρα! Έπειτα από τόσο καιρό ! Είπε κυνικά ο Μπεν καθώς
έβαζε τα παπούτσια του.
-Όχι μπρά ! Αληθινά ανησυχεί για σένα και το' χει μετανοιώσει που ήταν
τόσο άδικη με την Ντορίν. Ξέρεις όμως την μάνα άμα θυμώσει κι ήταν έξω
φρενών τότε που άφησες την Ττόμπι και χάσαμε τις πέντε αγελάδες απ '
το “λομπόλα.”
-Πιό πολύ αυτό την πόνεσε παρά εγώ ,Σας έχω βαρεθεί όλους ! Ξεσπάθωσε
ο Μπεν παίρνοντας το πορτοφόλι του κάτω από το στρώμα κι έκανε τα
μάτια του Ανθονυ να λάμψουν λαίμαργα.
-θα μου δώσεις τα είκοσι ράντς για να πληρώσω τα κόκαλα και το
καλαμποκάλευρο; ρώτησε μ 'ελπίδα .
-Ας το σκεφτόσουν αυτό εψές που έπινες ,είπε ο Μπεν χωρίς να λυγίσει
και ανασαίνοντας κουρασμένα κλείδωσε το χονδρό λουκέτο.
-Λοιπόν κύριε Μουΐτσι αισθάνεστε καλύτερα τώρα που πήρατε τα φάρμακα
; τον ρώτησε ο γιατρός , όταν ύστερα από αρκετή ώρα έφθασε η σειρά του
στο νοσοκομείο.
-Το στόμα μου ναι! Αλλά δυσκολεύομαι να καταπιώ ακόμα .Επίσης το
παραμικρό με κουράζει και δεν έχω όρεξη ,απάντησε ο Μπεν προσπαθώντας
να ηρεμήσει ,μα φοβόταν το τι θα άκουγε τώρα. Τι του βρήκαν ;
-Είναι επόμενο με την αρρώστια σας ..., κόμπιασε λίγο μα χωρίς άλλες
περιστροφές ο γιατρός κι ο Μπεν ένοιωσε να τον λούει κρύος ιδρώτας.
-Μα τί έχω επιτέλους γιατρέ ; Πια είναι η αρρώστια μου; ρώτησε πανικόβλητος.
-Εϊτς ! Είπε μόνο ο γιατρός ,κι όλα σκοτείνιασαν γύρω του.
Είχε ακούσει μόνο τώρα τελευταία για τούτο το καταραμένο πράγμα που
θέριζε ανθρώπους ,αλλά ποτέ δεν φανταζόταν ότι το 'χει και
κείνος,σκέφθηκε πριν να λιποθυμήσει σαν γυναικούλα.
Τον συνέφερε το τσίμπημα της βελόνας στο μπράτσο του κι ανοίγοντας τα
μάτια ,αντίκρισε την κοπέλα με την στολή της κοινωνικής λειτουργού .Η
ένεση τον κάλμαρε κάπως, μα την άκουγε σαν ένας απλός ακροατής .
Καταλάβαινε λέει το σιόκ του και πρέπει να ειδοποιήσει όποια γυναίκα
είχε ερωτικές σχέσεις ,να πάει και κείνη για εξετάσεις.( Δεν υπήρξε
καμιά έπειτα απ' την Ντορίν ) κι αν θέλει λέει να περάσει από τα
γραφεία τους στην επόμενη συγκέντρωση ,όπου ψυχολόγοι τους βοηθούσαν
ν' αντιμετωπίσουν την κατάστασή τους.
Την καταδίκη τους ,σκέφτηκε ο Μπεν σαν έπαιρνε μηχανικά τα φάρμακα κι
αποφασισμένος να μην πατήσει στην συγκέντρωση. Από πού κι ως πού τον
καταλάβαινε εκείνη ,που σίγουρα δεν είχε Εϊτς.
Βρέθηκε σιγά- σιγά στην παράγκα του και για πρώτη φορά κοίταξε με
κακία την Ντορίν.
-Γιατί να μου το κάνει αυτό ; σκέφτηκε με παράπονο . Δεν την αγάπησα
αρκετά ; Για κείνη δεν αρνήθηκα την οικογένειά μου ; Την μάνα μου που
φαίνεται προαισθάνθηκε ότι τίποτα καλό δεν προμήνυε η Ντορίν για τον
γιό της ,γι αυτό και δεν την ήθελε; αναρωτήθηκε για πρώτη φορά .Γιατί
λοιπόν;
-Θύμα ήταν κι εκείνη ! Σίγουρα από τις γυναικοδουλειές του κοντοστούπη
! Την δικαιολόγησε ο άλλος του εαυτός ,πριν πέσει σ' ένα ύπνο χωρίς
όνειρα
Τον ξύπνησε το σούρουπο πιά η πόρτα που κτυπούσε .
-Έρχομαι ! Φώναξε μισοκοιμισμένος κι ανοίγοντας ,αντίκρισε τον Ττάμπο
που κρατούσε ένα πιάτο ψημένο καλαμποκάλευρο με σάλτσα από κρεμμύδια
και ντομάτα που μοσχομύριζαν ,κι η μυρωδιά τον έκανε να καταλάβει ότι
ήταν τελείως νηστικός
-Λοιπόν τί σου είπε ο γιατρός ; Τί έχεις; Τον ρώτησε ο Ττάμπο όταν ο
Μπεν χορτασμένος ,έγειρε πίσω στην καρέκλα του.
-Καλύτερα να μην ξέρεις ,Ττάμπο απάντησε αλλά εκείνος πιο περίεργος
τώρα κι ανήσυχος συνέχισε να τον ρωτά .
Πάλι και πάλι ,μέχρι που ο Μπεν ξεστόμισε
-Εϊτς! Κι η λέξη ακούστηκε σαν κεραυνός κι έκανε τον Ττάμπο ν' αποτραβηχτεί
άθελά του με φρίκη ...Είχε ακούσει κι εκείνος για τούτη την αρρώστια
που θέριζε την φυλή τους σαν τα στάχυα κι άκουγες παντού :Έρωτας με
προφυλάξεις .Μονογαμικές σχέσεις .Μα πώς να το πιστέψει για τον Μπεν
που ήταν πάντα ο πιό πιστός άνδρας που γνώριζε. Πιο πολύ κι απ ' τον
ίδιο που τσιλιμπουρδούσε πολλές φορές όταν του δινόταν η ευκαιρία.
Πώς λοιπόν ο Μπεν να έχει τούτο το καταραμένο πράγμα.
Κι όμως το πήρα κι αιτία σίγουρα ο Κοντοστούπης με τα γκομενιλίκια του
είπε και συνέχισε. Κανένας μας δεν είναι ασφαλής Ττάμπο και καλό να
πάς κι εσύ για εξέταση.
-Εγώ γιατί! Δεν έχω τίποτα!.διαμαρτυρήθηκε.
-Ούτε κι εγώ είχα πριν λίγους μήνες ,μα κοίταξέ με τώρα που δεν μπορώ
να πάρω τα πόδια μου ! Μπορεί να το 'χεις χρόνια κι άθελά σου να το
δίνεις κι αλλού .Λοιπόν μην τ' αφήνεις και πρόσεχε από δώ και 'μπρός
Το Εϊτς δεν παίζει κι όσο για μένα με τον ρυθμό που πάω ,σύντομα θα
πάω να βρώ την Ντορίν
-Αχ! μην μιλάς έτσι Μπεν .Οπως λένε κάνουν κάθε μέρα έρευνες γι αυτό
το πράγμα ,Μπορεί σύντομα να βρουν το φάρμακο ,είπε χλιαρά ο Ττάμπο
και βιάστηκε να σηκωθεί και να τον καληνυχτίσει βιαστικά λέγοντας. Άσε
το πιάτο δεν είναι ανάγκη να το φέρεις.
Το κτύπημα της εξώπορτας το ένοιωσε σαν μαχαιριά ο Μπεν όταν κατάλαβε
ότι ο Ττάμπο φοβόταν μην κολλήσει .
Δεν το παίρνεις από εκεί Ττάμπο ,μονολόγησε τρομαγμένος απ' την
μοναξιά που τον περίμενε όταν όλοι θα το μάθαιναν και θα τον
απόφευγαν.
Άσχημο να πεθαίνεις νέος αλλά μόνος ακόμα χειρότερα ,σκεφτόταν κι αυτό
τον έκανε να βρεθεί από τους πρώτους στην συγκέντρωση της Κυριακής, αν
και σε λίγο η αίθουσα είχε γεμίσει ασφυκτικά μα ακόμα έφθαναν κι άλλοι
κι άλλοι .
Ηταν τρομακτικό το πόσος κόσμος ήταν φορείς.
Σε λίγο η κοινωνική λειτουργός άρχισε να τους μιλά και να τους λέει
ότι αυτό δεν είναι το τέλος .Μπορούν να ζήσουν αρκετά χρόνια ακόμα
,φθάνει να παίρνουν τα φάρμακα που τα δίνουν οι κλινικές δωρεάν .Να
μην μοιράζονται την οδοντόβουρτσά τους ,τα ξυριστικά τους, ούτε ποτέ
να δώσουν αίμα για μετάγγιση. Μαζί του θα δώσουν και το Εϊτς , Μα το
κυριότερο ,τέλειωσε όχι έρωτας χωρίς προφυλάξεις .Αν γεννηθούν παιδιά
από μια τέτοια σχέση θα είναι καταδικασμένα.
Δεν έχουμε δικαίωμα να δημιουργούμε καινούργια θύματα !Τόνισε εμφατικά.
-Κι εμείς !Δεν είμαστε θύματα ;Αλλά τι ξέρετ ' εσείς .Εύκολο να μιλάτε
όταν δεν είστε καταδικασμένη ! Φώναξε ο Μπεν θυμωμένος και τα λόγια
του χειροκρότησαν μερικοί που ήταν η πρώτη τους φορά εκεί ,ενώ άλλοι
τον κοίταξαν θυμωμένα κι όταν σταμάτησε ο σαματάς ,η κοπέλα είπε
ήσυχα.
-Κι όμως κύριε είμαι κι εγώ φορέας έπειτα από βιασμό .
Ο Μπεν ένοιωσε καταντροπιασμένος και βγήκε έξω σαν κυνηγημένος με
σκυμμένο κεφάλι.
Ενα χέρι τον κτύπησε μαλακά στον ώμο και κοιτώντας την κοκαλιάρα
κοπέλα δίπλα του ,έσμιξε τα φρύδια χωρίς να το πιστεύει . Κι η Ττόμπι
εδώ;
-Ναι Μπεν εγώ είμαι ! Άκουσε την γνώριμη από τότε φωνή της σαν είχε να
την δει εδώ και δυό χρόνια .
-Μα πώς! Εσύ ούτε που έβγαινες τότε ! Είπε αμήχανα .
-Από εκδίκηση όταν με παράτησες Μπεν ,και πήρα όρκο ότι κανένας άνδρας
δεν αξίζει να του είσαι πιστή και να το αποτέλεσμα .Επιβάτης κι εγώ
στου Εϊτς το καράβι, είπε μελοδραματικά .
-Συγχώρεσέ με Ττόμπι ,ποτέ δεν ήθελα να σου κάνω κακό ,μα δυστυχώς δεν
ορίζουμε την καρδιά μας ,μουρμούρησε και τα τρεμάμενα χέρια του
,χώθηκαν βαθιά στις τσέπες του.
-Δεν βαριέσαι Μπεν , σ 'έχω συγχωρέσει .Και πιο το όφελος να
παντρευόμασταν και να ' μαστε δυστυχισμένοι αφού η καρδιά σου θ' ανήκε
αλλού , είπε η κοπέλα κι ο Μπεν την κοίταξε με καινούργια μάτια για
πρώτη φορά. Και κρίμα τόσο αργά πια...
Ποτέ δεν είναι αργά Μπεν ,συνέχισε εκείνη χαϊδεύοντάς του δειλά το
μάγουλο ,λες κι είχε μαντέψει τις σκέψεις του .
-Τι μας μένει πιά Ττόμπι ;την ρώτησε πικρά τώρα.
-Μας μένει λίγος καιρός για ευτυχία Μπεν .Ας μην τον αφήσουμε να πάει
χαμένος .Κι όσο υπάρχει ζωή υπάρχει κι ελπίδα ! Επέμενε η κοπέλα και
συνέχισε. Μπορούμε να διδάξουμε πολλά νέα παιδιά να μην κάνουν το δικό
μας λάθος .
Ο Μπεν λες κι αντίκρισε τότε ένα μικρό φως ελπίδας .Με μάτια θολά την
τράβηξε απάνω του μουρμουρίζοντας
-Με τους πολλούς κι ο χάρος γλυκός......
ΤΕΛΟΣ
---------------------------