Eίσοδος Μελών

Βαθμολογία Χρηστών
 
5.0
Reviewed by Sotos
"Bravo!!!!!!!!!!!!! "
Βαθμολογία Χρηστών
 
5.0
Reviewed by logoclub.gr
Βαθμολογία Χρηστών
 
5.0
Reviewed by logoclub.gr
Βαθμολογία Χρηστών
 
5.0
Reviewed by logoclub.gr
< >

Κριτικές Κειμένων

Online -χρήστες & επισκέπτες Εξωτερικού

Now 48 guests online

Who's Online

Έχουμε 214 επισκέπτες συνδεδεμένους

Καλώς ήρθατε

στον Ιστοχώρο του Λογοτεχνικού Club,που δημιουργήθηκε από ανθρώπους που αγαπούν την λογοτεχνία και επιθυμούν να προβάλλουν αυτό το κομμάτι του πολιτισμού μας σε όλον τον κόσμο.

Εκτύπωση PDF
RSS
LOGO VIMA *** Διήγημα ΤΟ ΑΟΡΑΤΟ ΧΩΡΙΟ
 

ΤΟ ΑΟΡΑΤΟ ΧΩΡΙΟ Hot

ΤΟ ΑΟΡΑΤΟ ΧΩΡΙΟ

Όλοι ετοιμαζόντουσαν για το μεγάλο πανηγύρι που θα λάμβανε χώρα εκείνο το βράδυ, βλέπετε γιόρταζε ο άγιος του χωριού και ήταν από τα μεγαλύτερα γεγονότα της χρονιάς. Οι κυρίες ετοιμάζανε πίτες, γλυκά και κάθε είδους λιχουδιά μαζεμένες όλες μαζί στο σπίτι της Ατρόπου που ήταν χήρα και οι άντρες ήταν ακόμα στο καφενείο του Μπεκρή, πίνοντας καφέ οι πιο μεγάλοι ενώ κάποιοι είχαν αρχίσει κιόλας τα τσίπουρα με τη συνοδεία πάντα των εκλεκτών μεζέδων του Κυρ Ορέστη που τον φώναζαν μπεκρή για ευνόητους λόγους. Η ώρα ήταν γύρω στις 11 και μισή και πριν λίγο είχε σχολάσει η εκκλησία. Τα λιγοστά παιδιά που είχαν απομείνει έτρεχαν στα σοκάκια παίζοντας. Το συγκεκριμένο χωριό ήταν χτισμένο στη ράχη ενός ψηλού βουνού και το λέγανε Αόρατο, είχε ονομαστεί έτσι από τα πολύ παλιά χρόνια και ο καθένας είχε μια διαφορετική ιστορία που συνδέόταν με το όνομά του να πει. Ο Μπαρμπαζέφυρος για παράδειγμα έλεγε ότι το όνομα αυτό το έδωσαν οι πρώτοι κάτοικοι που ήταν αυτόχθονες γιατί δεν φαινόταν από κανένα άλλο σημείο της γύρω περιοχής, ο Πάνας ο βοσκός έλεγε ότι κάποιοι κατακτητές που είχαν έρθει από μακριά με πολύ βίαιες προθέσεις όταν έφτασαν δεν βρήκαν κανέναν γιατί οι κάτοικοι είχαν γίνει αόρατοι.

Άλλα την πιο παράξενη ιστορία την είχα ακούσει από μια γριά, την γηραιότερη του χωριού την Κυρα Εκάτη, αυτή η παράξενη γυναίκα είχε φτάσει τα 102 χρόνια ζωής και είχε απομείνει μόνη από οικογένεια στον μάταιο τούτο κόσμο αφού τους πρόλαβε ο θάνατος όλους τους απογόνους της ακόμα και τα δυο της εγγόνια. Στο χωριό ψιθύριζαν ότι κάποια κατάρα τη βαραίνει και η αλήθεια είναι ότι και αυτή μάλλον το πίστευε άλλα όχι μόνο για τον εαυτό της άλλα για όλους τους κατοίκους του Αοράτου. Σύμφωνα με τα λεγόμενα της λοιπόν το χωριό ήταν καταραμένο και στην πραγματικότητα δεν υπήρχε παρά μόνο για όσους ζούσαν εκεί, ποτέ κανένας ξένος δεν είχε βρεθεί σε αυτόν το τόπο και ποτέ κανείς δεν έφυγε από εκεί, ο ήλιος έβλεπε το χωριό μόνο 2 ώρες τη μέρα μιας και ήταν σε τέτοιο σημείο χτισμένο που οι σκιές των γύρω βουνών έπεφταν διαρκώς πάνω του. Βέβαια κανείς άλλος δεν πίστευε κάτι τέτοιο και έλεγαν ότι η Κυρα Εκάτη είχε χάσει τα λογικά της λόγω μάλλον της προχωρημένης της ηλικίας και των θανάτων, των αγαπημένων της. Εγώ όμως την πίστεψα και όταν τη ρώτησα για ποιο λόγο έγιναν όλα αυτά είδα τα γέρικα μάτια της να βουρκώνουν και να χαμηλώνουν τόσο πολύ που νόμιζα ότι θα ακουμπήσουν το χώμα. Δεν την ξαναρώτησα και έκανα να φύγω, τότε μου έπιασε το χέρι και με ρώτησε αν θα κάτσω για το πανηγύρι το βράδυ, της αποκρίθηκα ότι ο λόγος που ήρθα ήταν γιατί έπαιζα με την μπάντα του χωριού και συγκεκριμένα κιθάρα, μετά από μια πρόσκληση που δέχτηκα από την κοινότητα τους, τότε μου άφησε το χέρι και κούνησε το κεφάλι της με έναν τρόπο σαν να μου έλεγε ΄΄κατάλαβα΄΄ με πολύ νόημα.

Έφυγα και είπα να περπατήσω λίγο στο χωριό και να μάθω και άλλα για αυτήν την παράξενη ιστορία, καθώς περπατούσα σκεφτόμουν ότι εγώ ήμουν ξένος στο χωριό και μάλιστα ο μοναδικός ξένος σύμφωνα με την Κυρα Εκάτη που είχε πατήσει το πόδι του εδώ. Έβλεπα γύρω μου τις προετοιμασίες που έκαναν για την μεγάλη γιορτή, κρεμούσαν γιρλάντες σε κάθε σπίτι και είχαν σημαιο-στολίσει την πλατεία όπου θα γινόταν το όλο φαγοπότι, όλα τα δέντρα είχαν γεμίσει με πολύχρωμα φώτα και από παντού μπορούσες να μυρίσεις υπέροχες γεύσεις. Το χωριό τους ήταν πολύ όμορφο, είχε παλιά πέτρινα σπίτια και όλα τα δρομάκια του ήταν πλακόστρωτα, ανθισμένες λεμονιές το έκαναν να μοσχοβολά και το μόνο που κάπως με ενοχλούσε ήταν αυτή η έλλειψη φωτός, πράγματι έμοιαζε να έχει πέσει πάνω του ένα πέπλο καταχνιάς που αν κανείς μπορούσε να το σηκώσει θα πλημμίριζε όλος ο τόπος με χρώματα και φως και θα φαινόταν όλη η πραγματική του ομορφιά που τώρα απλά ήταν σα να έβλεπες την σκιά της. Η ώρα περνούσε, είχε πάει γύρω στις 2 και μισή και σκέφτηκα να πάω στο καφενείο να γνωρίζω κανέναν ντόπιο και να ακούσω καμιά ιστορία ακόμα για αυτό το παράξενο Αόρατο χωριό. Στο κάτω- κάτω ήθελα να δω και τους υπόλοιπους μουσικούς με τους οποίους θα παίζαμε μαζί το βράδυ, έτσι αφού έφτασα έκατσα σε ένα τραπεζάκι και αφού παρήγγειλα ένα τσιπουράκι για να το δοκιμάσω άναψα ένα τσιγάρο και άρχισα να παρατηρώ το χώρο.

Το καφενείο φαινόταν παμπάλαιο με ραγισμένους, κιτρινωπούς από το καπνό τοίχους που πάνω τους κρεμόντουσαν τρία αναγεννησιακά πορτρέτα που φανέρωναν τρία τόσο μυστήρια πρόσωπα, σχεδόν απόκοσμα. Στον απέναντι τοίχο υπήρχε ένα ράφι με αντικείμενα αντίκες καθώς και δύο σπαθιά που θα ορκιζόμουν ότι για μια στιγμή μου φάνηκαν λεκιασμένα με αίμα. Εκείνη ακριβώς τη στιγμή ο Κυρ Ορέστης ο μπεκρής μου ακούμπησε τον μεζέ στο τραπέζι και με καλωσόρισε στο χωριό. Μου φάνηκε μεθυσμένος άλλα μάλλον κάπως έτσι θα είναι μονίμως, τον ευχαρίστησα και συνέχισα την οπτική περιήγηση μου. Παρατήρησα τα τραπεζάκια που ήταν μαρμαρένια με μια στρώση ψηφιδωτού από πάνω και η βάση τους ήταν από καλοδουλεμένο σίδερο εποχής με πολύ μαεστρία φτιαγμένο. Ο φωτισμός χαμηλός από κάτι μεσαιωνικά κηροπήγια του 16ου αιώνα και όλοι μιλούσαν χαμηλόφωνα αν εξαιρέσεις μερικά δυνατά γέλια του Μπεκρή. Στη μέση του καφενείου υπήρχε μια μεγάλη ξυλόσομπα που εκεί ζέσταινε το ψωμί ο καφετζής και που και που έριχνε μέσα καμιά πατάτα να ψηθεί για μεζές. Το τσίπουρο ήταν υπέροχο και πριν προλάβω να παραγγείλω το δεύτερο ένας γεροντάκος ήρθε και κάθισε δίπλα μου γεμίζοντάς μου το ποτήρι, τσουγκρίσαμε και ήπιαμε στην υγειά μας. Μετά με ρώτησε αν ήμουν ο κιθαρίστας που περιμένανε και όταν απάντησα καταφατικά μου συστήθηκε. Καλώς ήρθες νεαρέ, μου είπε, εγώ είμαι ο βιολιτζής και εύχομαι να έχουμε ένα καταπληκτικό γλέντι απόψε. Το ίδιο ελπίζω και εγώ του απάντησα και ξανατσουγκρίσαμε τα ποτήρια μας, ήταν μια περίεργη φιγούρα θαρρείς βγαλμένος από την ίδια εποχή που ήταν και τα πορτρέτα στον τοίχο με ένα μουστάκι που μου θύμιζε αυτό του Νταλί και τα ρούχα του ήταν σαν ενός αυλικού στο παλάτι των δόγηγων από αλλοτινές εποχές. Με ρώτησε αν είχα ξαναεπισκεφτεί το Αόρατο και του είπα πως ούτε ήξερα ότι υπήρχε αυτό το μέρος. Ήταν η σειρά μου να κάνω ερώτηση, Πώς με βρήκατε? του είπα, και μου έδωσε μια πραγματικά πολύ παράξενη απάντηση, Δεν σε βρήκαμε εμείς, μου αποκρίθηκε, εσύ μας βρήκες, και την ώρα που πήγα να συνεχίσω την κουβέντα τυφλώθηκα από ένα λαμπερό φως και έβαλα το χέρι μου μπροστά στα μάτια μου, είχε φανεί ο ήλιος για αυτές τις λίγες ώρες που κάθε μέρα χάριζε στον σκοτεινό αυτόν τόπο. Κούνησα την καρέκλα μου ώστε να μην τον έχω ακριβώς απέναντι μου και τότε διαπίστωσα ότι το καφενείο είχε αδειάσει, είχαν φύγει όλοι, ακόμα και ο Κυρ Ορέστης ο μπεκρής και τα πάντα πήραν άλλη όψη, ακόμα και τα πορτρέτα στους τοίχους έμοιαζαν να τυφλώνονται από το φως. Μου φάνηκε πολύ περίεργο αυτό που είχε γίνει αλλά σίγουρα υπήρχε κάποιος λόγος για όλα αυτά. Κατέβασα το υπόλοιπο τσιπουράκι και βγήκα έξω. Άδειοι όλοι οι δρόμοι, ψυχή δεν υπήρχε πουθενά αφού περπάτησα λίγο είδα μόνο την Κυρα Εκάτη να κάθεται στην ξύλινη καρέκλα της στην αυλή του σπιτιού της, εκεί ακριβώς που την είχα αφήσει μερικές ώρες πριν.

Μου φάνηκε σα να κοιμόταν και δεν είχα το θάρρος να την ενοχλήσω για κάτι που μπορεί να ήταν μόνο μια φαντασίωση μου αν και ήξερα ότι ήταν η μόνη που θα με καταλάβαινε. Εκείνη τη στιγμή ο ήλιος χάθηκε πάλι πίσω από τις βουνοκορφές και όλα επέστρεψαν στην πραγματική τους διάσταση, έμεινα ακίνητος για λίγο όταν παρατήρησα ότι η παράξενη γριά είχε ξυπνήσει και με κοιτούσε με ένα διαπεραστικό βλέμμα που με έκανε να ανατριχιάσω. Η ώρα είχε περάσει, έπρεπε να ετοιμαστώ για τη γιορτή. .

Είχε νυχτώσει πια για τα καλά και όλα ήταν έτοιμα, ο κόσμος ήδη πηγαινοερχότανε στην πλατεία, τα πολύχρωμα φώτα είχαν ανάψει δίνοντας στον χώρο ένα γιορταστικό κλίμα και οι πάγκοι με τα φαγητά και τα κρασιά ήταν στημένοι από ώρα. Το φεγγάρι είχε σηκωθεί ψηλά στον ουράνιο θόλο και η όλη ατμόσφαιρα ήταν γιορτινή άλλα ένα πέπλο μυστηρίου τα κάλυπτε όλα και είχα ένα προαίσθημα ότι κάτι θα συμβεί, κάτι κακό. Συναντήθηκα με τους υπόλοιπους μουσικούς και αφού γεμίσαμε τις κούπες μας με κρασί κάτσαμε όλοι μαζί σε ένα από τα πέτρινα τραπέζια που ήταν στημένα στην πλατεία.

Ήταν ο βιολιτζής που είχα γνωρίσει στο καφενείο, το όνομα του ήταν Αρμάνδος και μου σύστησε τους υπόλοιπους. Ο Κέλσος που έπαιζε το λαούτο ήταν ένας τύπος γύρω στα πενήντα με μακριά άσπρα μαλλιά, πολύ απόμακρος σαν να φύλαγε κάποιο θανάσιμο μυστικό, ο Αρπέτζιο ήταν ο σαντουροπαίχτης και είχα ακούσει για αυτόν τα καλύτερα λόγια μερικά από αυτά αγγίζανε τα όρια του θρύλου, μια ιστορία έλεγε ότι κάποτε έπαιξε τόσο γλυκά τη μουσική του που ο ήλιος έμεινε να φέγγει παραπάνω από ότι συνήθως και ότι μπόρεσε να κλείσει μια ηλιαχτίδα φωτός στο φυλαχτό που φορούσε στο λαιμό και που ποτέ δεν αποχωριζόταν. Πράγματι το φυλαχτό του που φαινόταν καθώς κρεμόταν στο δασύτριχο στήθος του είχε μια εξωπραγματική λάμψη. Αυτοί ήμασταν λοιπόν, ο Αρμάντο, ο Κέλσος, ο Αρπέτζιο και εγώ. Ένα κουαρτέτο εγχόρδων. Μου φάνηκε παράξενο αφού σε τέτοια πανηγύρια υπήρχε πάντα και η συνοδία κάποιων κρουστών, και όταν απευθύνθηκα στον Αρμάνδο για το θέμα αυτός μου είπε να μην ανησυχώ γιατί σχεδόν όλοι οι κάτοικοι έβρισκαν τρόπους να συμμετέχουν με αυτοσχέδια τουμπερλέκια, ποτήρια, κουτάλια κ.τ.λ.

Τότε σήκωσε την ξύλινη κούπα του και αναφώνησε δυνατά ΄΄Ας αρχίσει το γλέντι΄΄παρατήρησα τότε ότι είχαμε περικυκλωθεί από ολόκληρο το χωριό και ότι εκεί που καθόμασταν ήταν το πάλκο στο οποίο θα παίζαμε. Ήπιαμε άσπρο πάτο τα κρασιά, βγάλαμε τα όργανα από τις θήκες και…το πανηγύρι άρχισε.

Ο κόσμος άρχισε να χορεύει, να τραγουδά και πολλοί από αυτούς όντως άρχισαν να βαρούν ότι έβρισκαν μπροστά τους δίνοντας μας το ρυθμό. Παίζαμε ασταμάτητα για ώρες και μέχρι εκείνη τη στιγμή δεν ήξερα ούτε ένα τραγούδι από αυτά που είχαμε παίξει, απλά συνόδευα με την κιθάρα μου. Το πλήθος έστηνε κυκλικούς χορούς και μέσα στον κύκλο έμπαιναν ένας-ένας ή δύο δυο ανάλογα με το ύφος του κομματιού, οι χοροί τους ήταν εξωτικοί. Με είχε πιάσει αυτή η γλυκιά ζάλη που φέρνει το καλό παλιό κρασί μιας και μετά από κάθε τραγούδι ο Αρμάνδος σχεδόν μας ανάγκαζε να τσουγκρίσουμε και να κατεβάσουμε όλη την κούπα, για να πω την αλήθεια δεν με ενόχλησε καθόλου αυτό. Τότε πιάνει το βιολί και παίζει μια μαγική μελωδία, όλοι σώπασαν και τον κοιτούσαν σαν υπνωτισμένοι, μετά από λίγο μπαίνει και ο Κέλσος με το λαούτο του και το τραγούδι αποκτά μια άλλη δυναμική, εγώ περίμενα σινιάλο από τον Αρπέτζιο ότανείδα να ανοίγει ένας κύκλος από τον κόσμο και μια κοπέλα να χορεύει μόνη της στη μέση αυτού του κύκλου. Ήταν ότι πιο όμορφο έχω δει στη ζωή μου. Ήταν ξυπόλητη και φορούσε ένα αέρινο μπορντό φόρεμα με κυπαρισσί κρόσια στη μέση της, ανοιχτό μπούστο τόσο, ώστε να είναι λίγο για να το χαρακτηρίσεις πρόστυχο και πολύ για να το πεις σεμνό, στον λευκό λαιμό της κρεμόντουσαν διάφορες κλωστές θαρρείς χρυσαφένιες και ολόκληρη έλαμπε σαν να είχε λουστεί με αστρόσκονη. Τα μαλλιά της ήταν ξανθά, σχεδόν χρυσά και ακουμπούσανε τους ώμους της. Και χόρευε με τόση χάρη που θα την ζήλευαν οι χανούμισσες των Αραβικών χωρών και οι γκέισες της Άπω ανατολής, τα πόδια της δεν πατούσαν στη γη και αυτή γυρόφερνε στα όρια του κύκλου υφαίνοντας έναν νοητό ιστό που σε έκανε να θέλεις να πιαστείς όποιο κι αν ήταν το τίμημα για αυτό. Προσπαθούσα να δω τα μάτια της, να της κλέψω ένα βλέμμα, άλλα τα είχε χαμηλωμένα και σχεδόν εκστατικά συνέχισε τον απόκοσμο χορό της μέχρι που σταμάτησε η μουσική. Αφού καταχειροκροτήθηκε από όλους και τους ευχαρίστησε με κυκλικές υποκλίσεις τα βλέμματα μας συναντήθηκαν για ένα απειροελάχιστο του χρόνου που όμως τίποτα δεν μπορούσε να μου το πάρει πια, ήταν δικό μου για πάντα, δικό μου και δικό της. Με είχε μαγέψει, ήμουν έτοιμος να κάνω τα πάντα για αυτήν. Τότε πετάχτηκε ο Κέλσος και σηκώνοντας το ποτήρι του φώναξε΄΄Ας κάνουμε ένα διάλειμμα, ξεκουραστείτε και πιείτε ένα κρασί, συνεχίζουμε σε λίγο΄΄.

Αυτό ήταν, ότι ακριβώς χρειαζόμουν, τώρα είχα την ευκαιρία να πάω και να τη βρω. Άφησα την κιθάρα μου, πήρα το κρασί μου και κατέβηκα στο πλήθος. Δεν μπορούσα να την βρω πουθενά και δεν ήθελα να ρωτήσω κανέναν γιατί με είχε καταβάλει μια τόσο σκοτεινή επιθυμία που πίστευα ότι αν την ανέφερα σε κάποιον άλλον θα του μετέδιδα την ίδια επιθυμία, σαν να ήμουν ο μόνος που είχα δει αυτό το εξωτικό πλάσμα να χορεύει και ο μόνος που αξίζει να την έχει. Τότε μακριά από τον κόσμο στην άκρη της πλατείας είδα την σκιά της και την ακολούθησα. Δεν τόλμησα να της μιλήσω, μόνο καθόμουν και την χάζευα μερικά μέτρα πίσω της. Το σεληνόφως έπεφτε πάνω της και την έκανε να μοιάζει με νεράιδα, καθόταν και κοιτούσε τις απέναντι βουνοκορφές οι οποίες ήταν βυθισμένες στο σκοτάδι, και μόνο τα αστέρια θα μπορούσαν να συγκριθούν με τη δική της ομορφιά. Εκείνη τη στιγμή άκουσα το βιολί του Αρμάνδου άλλα θα μπορούσα να κάθομαι και να την κοιτάω για πάντα. Πόσοι άνθρωποι έχουν πει ότι θα τα παρατούσαν όλα για μια πραγματική αγάπη και πόσοι από αυτούς θα το έκαναν στα αλήθεια? Αξίζει να θυσιαστεί ο παθιασμένος έρωτας στο βωμό της συνήθειας? Γιατί εμείς ζούμε καλύτερα από τους ήρωες των παραμυθιών όταν αυτά τελειώνουν? Τέτοια ερωτηματικά με πλημμύρισαν εκείνη τη στιγμή και τότε γύρισε αυτή!

Με πλησίασε και μου έπιασε το χέρι ΄΄Με λένε Ευαλγία είπε, θα τραγουδήσεις κάτι για μένα? Σαστισμένος κούνησα το κεφάλι καταφατικά, τα μάτια της ήταν δυο θάλασσες βαθιές, γαλαζοπράσινες που μοιάζανε πολύ ήρεμες μα μπόρεσα να δια- κρίνω στους μακρινούς τους ορίζοντες σημάδια καταιγίδας που είχε περάσει αλλά παραμόνευε καρτερικά, ήταν δυο καθρέφτες που είχαν την ιδιότητα να σε απορροφούν στον μαγικό τους κόσμο, σε έναν κόσμο που η θλίψη και η χαρά δεν έχουν κανένα απολύτως νόημα, σε μια ονειρική διάσταση όπου οι προσωπικότητες καταρρέουν και σπάζουν σε χιλιάδες κομμάτια σαν είδωλα χωρίς θέληση, ανάμοιρα, θολές φιγούρες, ξένες, ποτάμια που οδηγούν σε λήθη, στην άνευ όρων παράδοση, εκεί που το εγώ δεν υπάρχει παρά σαν μια ανάμνηση κάποιου ανεξιχνίαστου παρελθόντος. Παραθύρια μιας ψυχής καταραμένα όμορφης και ευγενικής ερμητικά κλειστά στο φως του ήλιου, δυο νυχτερινοί ουρανοί, ασέληνοι, άναστροι, θέλγητρα του αγνώστου, του τρόμου και της αδιαπέραστης νύχτας με μια ακατάλυτη σιωπή, αβάσταχτη, να τα κυριέυει προσκαλώντας όσους τα αντικρίζουν σε όργια ανείπωτης αμαρτίας, δυο κολαστήρια της ύπαρξης, δυο παράδεισοι των αισθήσεων, διάφανα πέπλα μπροστά σε μαύρες τρύπες που οδηγούν σε άλλες πραγματικότητες ανήθικων υποστάσεων μπολιασμένες με πόνο ευχάριστο και μια υπόσχεση για αιώνια νιότη.

Όταν συνήλθα είχε χαθεί από μπροστά μου. Πήγα να γεμίσω το ποτήρι μου και έκατσα στην θέση μου δίπλα στους υπόλοιπους μουσικούς. Είπα στον Αρμάνδο ψιθυριστά ότι ήθελα να τραγουδήσω κάτι αφιερωμένο και πριν μου απαντήσει σηκώθηκε και απαίτησε ησυχία από το κοινό, μετά αναφώνησε ΄΄τώρα θα μας παίξει ένα τραγούδι ο ξένος που έχουμε την τιμή να φιλοξενούμε στο χωριό μας, και θα παρακαλούσα να τηρηθεί νεκρική σιγή΄΄, πιστεύω ότι ήταν λίγο υπερβολικός στην διατύπωση του, παρ’ όλα αυτά έπιασα την κιθάρα και άρχισα να παίζω…

΄΄Αυτός που ξέρει ν’αγαπά, το φως θέλει να δίνει

όπως ο ήλιος το κερνά, το βράδυ στη σελήνη΄΄

Μόλις τελείωσα αυτό το στίχο ένα εκτυφλωτικό φώς έπεσε στα μάτια μου και με ανάγκασε να σταματήσω και να κρύψω το πρόσωπό μου. Είχε ξημερώσει…

Αλλά όχι όπως τις άλλες φορές, αυτή τη φορά ο ήλιος είχε βγει δυνατότερος από ποτέ άλλοτε με όλη του τη λάμψη και την ομορφιά, σα να είχε όντως σηκώσει αυτό το πέπλο που σκέπαζε το καταραμένο αυτό χωριό και εγώ δεν ξέρω για πόσους αιώνες. Παρατήρησα τότε ότι όλοι είχαν εξαφανιστεί για ακόμα μια φορά και το μόνο που μπόρεσα να διακρίνω ήταν ένα ανθρώπινο περίγραμμα, ένα γυναικείο περίγραμμα λουσμένο στο φώς, ήταν η Κυρα Εκάτη μα σε λίγο μεταμορφώθηκε σε μια νέα υπέροχη ύπαρξη, έγινε η Ευαλγία. Δεν πίστευα στα μάτια μου και αφού τα έτριψα με τα χέρια μου για να ξυπνήσω μόλις τα ξανάνοιξα είχε πάλι γίνει η Κυρα Εκάτη,πίστευα ότι είχα τρελαθεί και γρήγορα παράτησα ότι κρατούσα και άρχισα να τρέχω κατατρομαγμένος για να φύγω από αυτόν τον καταραμένο τόπο, πίσω μου άκουσα σατανικά γέλια καθώς έφτανα στην έξοδο του χωριού και μόλις πέρασα την σιδερένια καγκελόπορτα που τόσο όμορφη μου είχε φανεί όταν την είχα πρωτοδεί τώρα έμοιαζε με τις πύλες του Άδη που έπρεπε να περάσω όσο πιο γρήγορα γινόταν.

Ευτυχώς τα κατάφερα. . ήμουν πια έξω από αυτή τη κόλαση. Και έτσι χωρίς πολύ σκέψη άρχισα να κατεβαίνω την βουνοπλαγιά μόνος όπως την ανέβαινα όταν είχα έρθει. Δεν κοίταξα ποτέ πίσω και προχωρούσα αργά και σταθερά όταν…προς μεγάλη μου ατυχία στο πρώτο ξέφωτο που συνάντησα αντίκρισα ένα κοπάδι λύκων. Πεινασμένων και άγριων που σχεδόν με είχαν περικυκλώσει. Εκείνη τη στιγμή σκέφτηκα ότι αυτό θα ήταν το τέλος μου, θα πέθαινα εδώ αβοήθητος και θα με έβρισκαν κατασπαραγμένο από αυτά τα άγρια θηρία της αβύσσου ή μάλλον δε θα με έβρισκαν ποτέ.

Έπεσα στα γόνατα και περίμενα το φρικαλέο τέλος της άδοξης και άνισης αυτής μάχης με κλειστά τα μάτια και μια καρδιά που ήταν έτοιμη να σπάσει από τον φόβο της ή να σταματήσει από την απελπισία της. Πέρασαν κάποια δεπτερόλεπτα και δεν είχε συμβεί τίποτα. Τότε άνοιξα τα μάτια μου και είδα τα λυσσασμένα αυτά ζώα να με προσπερνούν χωρίς να μου δίνουν ίχνος σημασίας. Και τότε κατάλαβα…

Ήμουν αόρατος…

Κριτικές Χρηστών

There are no user reviews for this listing.

 

 
 
Powered by jReviews

Κριτικές : Advanced Search

Κατηγορία:     Keywords: