Όταν εγώ γεννήθηκα εφύλαξα στα στήθια
από της λάμιας τα θολά τα πράσινα τα φύλλα
και κάθε τόσο μια αγκαλιά σ ένα ποτάμι κρύφια
τα έριχνα και κοίταζα που έφευγαν μακριά
Κι ερχόσουν σαν ανατολή με ένα άσπρο άτι
με καλπασμό και έσκιζες της θλίψης τα νερά
κι ήταν εκείνο το φιλί της άνοιξης κομμάτι
που γιασεμί μου γέμιζε και πάλι την καρδιά
Στου παφλασμού εκεί τα άγρια παιχνίδια
δυο ανάσες άναρχα δονούνταν στον αέρα
στάλες ιδρώτα κύλαγαν , διαμάντινα στολίδια
κι ο πόθος έλουζε με φως την κάθε μας ματιά
Όλος ο κόσμος μας εκεί χωρούσε σ ένα ‘αχ’
σαν βότσαλο που έπεφτε σε στάσιμα νερά
κύκλοι που αργά ταξίδευαν στις χώρες του σεβάχ
και χίλιες νύχτες έλουζαν τα ξέπλεκα μαλλιά
Της νιότης πρώτο άγγιγμα , αχτίδα ανατολής
αγρίμι μου που τρύπωσες στα βάθη του κορμιού
σαν το ποτάμι σε ζητώ , νεράιδα της αυγής
να μου ξεπλύνεις κάθε τι που μου σκορπά τον νου