Ξέρω μια πέτρα απ' αυτές, πως σίγουρα την πάτησες.
Ξέρω ανάσα σου καυτή, στο μονοπάτι άφησες.
Ξέρω πως μπόρεσες γιατί τελούσες σεμινάριο,
κι' ας γράφτηκαν - ειπώθηκαν, λάθος για το σενάριο.
Όμως ποτέ δεν μπόρεσα στα μάτια να Σε δω,
γιατί το βλεμμα έπεφτε στο αίμα το ξερό.
Θέλω να μάθω μόνο αυτό, αν έκλεισες τα βλέφαρα,
ή τ' άφησες ναν' ανοιχτά, πλήθος να Σε κοιτά.
Κι' αν τ' άκλεισες, αλίμονο, και ας μην είπες τίποτα.
Αν ανοιχτά τα άφησες,
Σ' ευχαριστώ που μπόρεσες και φώτισες το τίποτα.
Τώρα που ίδια βήματα δικά Σου ανεβαίνω,
τώρα που μέσα μου βαθιά, όλους τους μισώ,
τώρα που πια δεν άντεξα, απόφαση την πήρα,
θάθελα νάξερα Εσύ που διάλεξες την μοίρα,
θάθελα νάξερα γιατί άρα να συγχωρήσω;
Να μην χτυπήσω ανάποδα χορδές ξεκουρδισμένες,
να μην τινάξω σκόνη που γενιές αφηνιασμένες,
στου τίποτα το τίποτα, ανέμισαν σημαίες ;
Σκότωσαν, προπυλάκισαν, βεβήλωσαν και βίασαν,
δικιά Σου νομοτέλεια και κήρυγμα αψήφησαν.
Γέλασαν σε μαρτύριο, έκλαψαν σε χαρά τους,
ίδρωσαν καλοπέραση, ως μέσα τα οστά τους;
Τότε γιατί πάλι ρωτώ, γιατί να συγχωρήσω;
Όταν τσαλάκωμα ποδιού στο καλντερίμι απρόσεχτα,
δεν είδα, μισοπάτησα σαλιγκαριού καβούκι.
Λίγο πως ανατρίχιασα στα θρύψαλα του ήχου του.
Και τότε όπως κοίταζα, είδα την ατυχία.
Χεριού μου χρόνια φυλαχτό, χρυσή καδένα έχασα.
Σκέφτηκα πίσω να γυρνώ, πριν πέσει το σκοτάδι.
Μα έκπληξη κι' απάντηση, στα όσα Σε ρωτούσα !
Ο σάλιαγκας να σέρνεται μισό του το καβούκι,
να σπρώχνει, να μισοκρατά χρυσή μου την καδένα,
στα πόδια μου να στέκεται, τις δυό του τις κεραίες,
χωρίς κακία να κρατά υψώνοντας σημαίες.
Νίκος Στυλιανού