3.Κρυμμένοι στις γραμμές
Σταμάτησε ξαφνικά την αφήγησή του και με κάρφωσε με τα ξεθωριασμένα γαλάζια μάτια του.Μετά γύρισε το βλέμμα του προς το κομοδίνο,,ψάχνοντας κάτι.Έξω είχε αρχίσει να βρέχει πάλι.Κοίταξε προς το παράθυρο.Οι σταγόνες της βροχής φάνηκαν να του αποσπούν για λίγο την προσοχή.
΄΄Η βροχή…ο ήχος της,με ηρεμεί ξέρεις.Από παιδί γαλήνευε την ψυχή μου.Εκεί που τα άλλα παιδιά ήθελαν να βγουν έξω και να τρέξουν στην βροχή,εμένα μου άρεσε να κάθομαι στο παράθυρο δίπλα στο κρεβάτι μου και να την χαζεύω.Πολλές φορές ερχόταν και η Σοφία και με έπαιρνε αγκαλιά και κοιτάζαμε και οι δύο σιωπηλοί τις σταγόνες και την θλιμμένη πορεία τους στην γη.’’,συνέχισε χωρίς να παίρνει το βλέμμα του από το παράθυρο.
Από ώρα ήθελα να ανάψω τσιγάρο.Ο παππούς δεν ήταν καλά τελευταία και η αρρώστιά του είχε επιδεινωθεί,αφήνοντας στους γιατρούς ένα απαισιόδοξο και θλιμμένο χαμόγελο για το μέλλον του.Δεν υπήρχε πια κάτι να κάνουμε από το να περιμένουμε.
΄΄Εχω ξεχάσει ότι εδώ και καιρό λείπουν τα τσιγάρα μου από το κομοδίνο.Η γιαγιά σου δεν θέλει καν να ακούει γ’αυτά.’’,χαμογέλασε και συνέχισε:
΄΄Όλοι στο σπίτι φέρονται λες και έχω ήδη φύγει.Λες και είμαι ήδη νεκρός.Η γυναίκα μου όποτε μου μιλάει δακρύζει και ο πατέρας σου έχει πάντα αυτό το στεναχωρημένο ύφος όποτε με βλέπει.’’,είπε και σταμάτησε .
Δεν είχα τι να του πω.Δεν ήξερα από λόγια παρηγοριάς.Ήταν και ανώφελο καθώς ήξερε την κατάστασή του πολύ καλά.Εξάλλου ο ίδιος μου είχε μάθει να αποδέχομαι στωικά την αλήθεια όσο αβάσταχτη και να ήταν κάποιες φορές.
΄΄Πώς είναι η Λίνα?Πώς τα πάτε?’’,με ρώτησε αλλάζοντας ύφος και γίνοντας πιο ευδιάθετος.
΄΄Αρκετά καλά παππού…Σε λίγες μέρες μετακομίζουμε Αθήνα.Βρήκαμε σπίτι που μας ταιριάζει.’’,του απάντησα.
΄΄Είναι καλή γυναίκα,να την προσέχεις..Και να ελέγχεις τα νεύρα σου.Ώρες ώρες μου θυμίζεις τον αδερφό μου τον Νίκο.’’,είπε και γέλασε ξανά.
Μα η βροχή,όπως ήρθε ξαφνικά,έτσι σταμάτησε και ο παππούς σοβάρεψε πάλι.Οι ρυτίδες έγιναν πιο έντονες στο πρόσωπό του και οι σκιές ξαναφάνηκαν στα μάτια του.
Κοίταξε μια τελευταία φορά προς το παράθυρο και μετά γύρισε προς τα μένα.Ένιωσα έκπληξη.Ήταν δακρυσμένος.Πρώτη φορά τον έβλεπα έτσι.Δεν είχε δακρύσει ποτέ,ούτε όταν είχε πεθάνει ο αδερφός του ο Νίκος πριν δέκα χρόνια,ούτε όταν είχε πρωτομάθει για την αρρώστιά του.
Ανασηκώθηκε με κόπο στο κρεβάτι στηριζόμενος στους αγκώνες του.Τα χείλη του άρχισαν να κουνιούνται χωρίς ωστόσο να βγαίνει καμία λέξη από αυτά για λίγες στιγμές.Έπειτα οι λέξεις του βγήκαν ψιθυριστά και βασανιστικά:
΄΄Τον αγαπούσε…Ήταν εραστές.’’,είπε ξέπνοα και έπεσε πάλι προς τα πίσω.
Και συνέχισε την αφήγησή του…
(συνεχίζεται...)