Κοίταξα το ρολόι, ήταν αργά, περασμένες 2. ‘Δεν αντέχω άλλο εδώ μέσα’ σκέφτηκα, πρέπει να βγω, έστω για μια βόλτα. Έκανα ένα γρήγορο ντους, αποφάσισα να βάψω τα χείλια μου κατακόκκινα και αφού έβαλα το αγαπημένο μου φόρεμα βρόντηξα πίσω μου την πόρτα. Η νύχτα ήταν πανέμορφη, θα ήταν κρίμα να την περάσω μοναχή μου.
Αφού περπάτησα μερικά τετράγωνα κάτω από τον ξάστερο ουρανό, πήγα και χώθηκα μέσα σε εκείνο το γωνιακό, σκοτεινό μπαρ που είχαμε γνωριστεί μερικά χρόνια πριν. Δεν είχε αλλάξει τίποτα εκεί μέσα, το ίδιο παλιομοδίτικο ντεκόρ, η ίδια απαλή, άχρωμη μουσική, οι ίδιες αέρινες, φευγάτες φιγούρες πάνω στις ίδιες παλιές, σκονισμένες καρέκλες. Παρήγγειλα το ποτό μου και ανάβοντας ένα τσιγάρο, έβγαλα από τη τσάντα μου το κινητό, χωρίς να θέλω να κάνω κάτι με αυτό, ήταν μάλλον μια μηχανική κίνηση αμηχανίας, παρ’ όλα αυτά προς μεγάλη μου έκπληξη, μόλις το έπιασα στα χέρια μου ακούστηκε ο ήχος του εισερχόμενου μηνύματος. ‘Δεν περίμενα ποτέ να ξαναέρθεις εδώ’. Αμέσως μόλις διάβασα αυτό το παράξενο μήνυμα, σήκωσα απότομα το κεφάλι μου και έριξα γρήγορες ματιές τριγύρω.’ Δεν είναι δυνατόν…’ σκέφτηκα, ‘ποιος είναι αυτός που μου έστειλε ένα τέτοιο μήνυμα;’ Ήπια το υπόλοιπο ποτό μονορούφι και αφού έσβησα το τσιγάρο στο τασάκι με σπασμωδικές, άτσαλες κινήσεις παρήγγειλα ακόμα ένα. Ήθελα να ρίξω λίγο νερό στο πρόσωπό μου, σηκώθηκα και περπάτησα προς τις τουαλέτες, στην τελευταία θέση του μπαρ, λίγο πριν την πόρτα για τα λουτρά, παρατήρησα έναν μυστήριο, μοναχικό άντρα και μόλις πέρασα από δίπλα, το έντονο άρωμα του, μου θύμισε εκείνον…
Δεν ήθελα να δώσω κανένα δικαίωμα, έτσι, ούτε γύρισα το βλέμμα μου να τον κοιτάξω, αλλά αυτό το άρωμα ήταν τόσο γνώριμο, τόσο οικείο που πραγματικά με μέθυσε. Μπήκα μέσα και στάθηκα μπροστά στον καθρέφτη βρέχοντας το κεφάλι μου. Δεν μπορούσα να βρω καμία λογική εξήγηση γι’ αυτό που συνέβαινε. Βγαίνοντας, περπάτησα αργά προς τη θέση μου και πίσω μου ένιωσα δυο μάτια να με καρφώνουν, τόσο έντονα που με ανάγκασαν να ανασηκώσω τους ώμους, δεν γύρισα το βλέμμα μου και έκατσα στη καρέκλα μου σταυρώνοντας τα πόδια και ανάβοντας ακόμα ένα, από τα μακριά, λευκά μου τσιγάρα. Προσπάθησα μετά να δω το πρόσωπο του σκοτεινού αυτού τύπου που καθόταν στην άλλη άκρη του ξύλινου, ξεθωριασμένου μπαρ, μα οι σκιές έπεφταν πάνω του καλύπτοντας τα αρρενωπά χαρακτηριστικά του. Έριξα ακόμα μια ματιά στην οθόνη του τηλεφώνού μου και ξαναείδα το απρόσμενο αυτό μήνυμα. Ο αριθμός ήταν άγνωστος. ‘Ας απαντήσω’. Σκέφτηκα, ξεφυσώντας τον καπνό μου στον ηλεκτρισμένο αέρα. Μου είχε έρθει μια ξαφνική ανάγκη για περιπέτεια και μια τρελή επιθυμία να μάθω τι κρύβεται πίσω από αυτό το μυστήριο.
Η απάντηση που έστειλα ήταν κοφτή και απότομη.’ Σε λίγο θα φύγω από αυτό το άθλιο μπαρ, αν είσαι αυτός που νομίζω, ακολούθησε με.’’ ΜΗΝΥΜΑ ΕΣΤΑΛΗ’’ . Την επόμενη στιγμή έκλεισα το κινητό μου, κατέβασα με μια γουλιά το δεύτερο ποτό και αφού πλήρωσα τον αδιάφορο μπάρμαν, βγήκα βιαστικά από το μαγαζί και άρχισα να περπατάω για το σπίτι. Πίσω μου, άκουσα βήματα να με ακολουθούν…
Αφού έφτασα στο σπίτι, έβαλα δυο ποτά και περίμενα. Σε λίγο ήρθε και ο άντρας μου. Κάναμε έρωτα γελώντας, και ο ύπνος μας βρήκε αγκαλιά στο πάτωμα. Το ημερολόγιο έδειχνε 14 Φεβρουαρίου.