Παραγύρως η αυτοκρατορία της υγρής επιφάνειας. Λαμπερή απ’ τον ήλιο που χαλάρωνε αφήνοντας τα καθρεφτίσματα. Στα ανάκλιντρα, σώματα ριγμένα επιμελώς. Λακκούβες και πεταμένα παιχνίδια. Κύματα, χάδια, ησυχία και μόνο κάποιες κλητικές να διακόπτουν το πνεύμα της χαλαρώσεως.
Τα ενδύματα, διάφανα προστάγματα της αποκρύψεως των λεπτομερειών, ανεμίζουν. Επικύψεις της τακτοποιήσεως των αντικειμένων, χρωματιστά σκεπάσματα, στολίδια πρωινού προσανατολισμού, υπερβολή της χείριστης ώρας και ο ήλιος στο μεσουράνημα.
Στο απογύμνωμα, στην παρουσίαση των υπενδυμάτων, η πολυχρωμία αντάμα με την απουσία των προϊόντων της υφάνσεως προκαλεί την απορία.
Έκθεση των πυγών και άμβλυνση των αισθήσεων καταδιώκει την επιθυμία.
Τακτοποιημένα κορμιά στα παραπήγματα των συγκεντρώσεων και η επιτήδευση της αισθαντικότητας, γελοιότητα αντιερωτική, προκαλεί τα σχόλια των ψιθύρων.
Βαρύσαρκα και ολιγόσαρκα τα αποτελέσματα της οράσεως ξεχειλώνουν τη διάθεση δίνοντας στον γέλωτα την ερμηνεία της φαιδρότητας.
Όταν ξαφνικά ξυπόλυτη με το λευκό το διάφανο στα μακρινά ξεπρόβαλε. Με τον Βοριά να ξεδιπλώνει την αθωότητα και τη θάλασσα να αποκαλύπτει τη διαφορετικότητα.
Μπούκα
Γράμμα κεφαλαίο
Στην είσοδο
Με τον συλλαβισμό του φάρου
Και την απόσταση
Του καιρού
Πέρασε
Ξαφνικά
Στην απόχρωση
Ξεφτισμένο κόκκινο
Δεν ήταν φόρεμα
Ήταν βλέμμα
Φωτιά
Δίχως άρθρο
«γιατί;»
ερώτηση του φόβου
στα αποσιωπητικά
του κειμένου
(ξαφνικά μια λέξη)
και η αντωνυμία
αλαζονεία του προσώπου
στην παρένθεση
Δημοσιεύτηκε στο ΠΟΝΤΙΚΙ,
τεύχος 1821 στις 17 Ιουλίου 2014
Γεώργιος Μ. Θεοδοσίου