- Ύστερον του Δεκεμβρίου. Και στην επιχειρηματολογία του φωτεινού ο ήλιος στα αψηλά δίνει το ισοκράτημα στην τραγουδισμένη γιορτή των παιδιών. Στα τρίγωνα η επανάληψη των λέξεων φέρνει από μακριά τις ξεχασμένες φωνές, ζωντανεύει στα πρώτα μονοπάτια τις τρεχάλες κι αφήνει στα μισοσκόταδα εκείνο το φως της μεγάλης προσμονής.
- Αφιερωματικά στη μεγάλη μέρα, την κοσμημένη με τα πολλά φώτα, τις μουσικές, τα χαμόγελα και τις χαρές.
- Κατά τα άλλα, εν εξάρσει η ηλιθιότητα αναρτήθηκε στα μανταλάκια περιγράφοντας την καταντημένη επιλογή της κληρονομημένης ανικανότητας.
Απορία της εκπλήξεως και έκπληξη της απορίας στην αντιστροφή, έτσι για να γραφτεί η πρόταση στα απόκρυφα νοήματα.
- Ερημαία η διάθεση της νοημοσύνης εγκαταλείπει τα προσχήματα αφήνοντας εις τας εκδηλώσεις την πρωτοκαθεδρία να ορίζεται από τον συλλαβισμό των φωνηέντων.
- Στα μεγάλα κτήρια φωτισμένα καμπυλόγραμμα σχήματα και στους δρόμους αψίδες της οφθαλμοπλανίας αποσυντονίζουν τη μελαγχολία. Ανοιχτά στόματα στις εκθέσεις των εμπορευμάτων και στην αναπαράσταση το όνειρο μακρινό απεικόνισμα, θαμπό γράφημα, περιορίζεται πίσω απ’ το τζάμι.
- Στις δημοσκοπήσεις περιφέρονται τα ευρήματα στην κυριολεξία και στη μεταφορά το ακαταλόγιστον, δείγμα υποσυνόλου των αριθμών, απαντά με σαφήνεια την παραποιημένη έκφραση, κάλλιστοι οίνοι!
- Της αμηχανίας το ανάγνωσμα και ο ανούσιος λόγος απαγγέλλει μετά της απαραιτήτου κομπορρημοσύνης την ανεξιχνίαστη υπεροχή του υποκειμένου.
- Κάπως έτσι έχουν τα πράγματα στα χαμηλά σπίτια με τους ψηλούς ανθρώπους
- Και ενώ ο ψίθυρος ο συνεχής, παράγωγο του ψάλλω, έφτιαξε το ουσιαστικό του ουδετέρου γένους και κινδύνεψε να αποχωρήσει από την ωραία ατμόσφαιρα των ημερών, τότε λοιπόν στο χορωδιακό ερώτημα των μικρών η κατάφαση χαμογελαστή άφησε το θαυμάσιον να επικρατήσει.
Mυογράφημα
Απ’ τον παλιό φράχτη. Με τα μικρά
χέρια να λυγίζουν πάνω κάτω το
σίδερο.
Μέχρι να κοπεί. Δίπλα στο χορτάρι, στο
ντουβάρι με τις πέτρες. Να παίρνει το
σχήμα.
Τρίγωνο σκουριασμένο. Μετά η
ιεροτελεστία, τρίψιμο προσεκτικό να
φύγουν τα υπόλοιπα.
Και μετά, λίγο λάδι απ’ το καντήλι.
Να γυαλοκοπήσει η χειροτεχνία.
Σκούπισμα προσεκτικό με το κάτω της
μάλλινης πλεκτής ζακέτας κι έτοιμο το
όργανο.
Θα πήγαινε μόνος του κρυφά απ’ τους
άλλους.
Ήθελε να τη δει.
Θα του άνοιγε την πόρτα, θα της έδινε
ένα κρυφό φιλί, θα ’λεγε τα κάλαντα,
θα ’παιρνε τον κουραμπιέ και θα ’φευγε
τρέχοντας με το τρόπαιο στο στόμα, τη
μυρουδιά απ’ τα μαλλιά.
Το προετοίμαζε έναν ολόκληρο χρόνο.
Σχέδιο μυστικό που το ’γραφε με τη
λεπτομέρεια τα βράδια κάτω απ’ το
σεντόνι.
Είχε πέσει ο ήλιος και έφεγγε στη
θάλασσα την αγωνία. Λαχάνιασμα και
χτυποκάρδι.
Ένα κτύπημα δειλό στη βαριά πόρτα.
Κι ένα κόμπιασμα στο φευγιό στη
μεγάλη κατηφόρα.
Προέκταση
Όπως στα παραμύθια
Του ακατάφραστου χρόνου
Το αποτύπωμα
Της παλαιότητος
Του τόπου
Με τη βαρυπρέπεια
Του σκοτεινού
Και τη λιτότητα
Της λαμπερής γραμμής
Στην επισήμανση της εορτής
Βόρεια της Εσπερίας
(Είχαν περάσει πολλά χρόνια
από τότε
κι ήταν σαν χθες
έγραφε στο πίσω μέρος η carte
postal)
Δημοσιεύτηκε στο ΠΟΝΤΙΚΙ,
τεύχος 1792 στις 24 Δεκεμβρίου 2013
Γεώργιος Μ. Θεοδοσίου