Παραμονή. Στο ξύλινο τραπέζι με τα δυο πόδια. Κι η γάτα να κουλουριάζεται ανάμεσα. Έξω ο αέρας το βιολί του. Τέσσερα βαθιά πιάτα. Ντοματόσουπα, μαλλιά τ’ αγγέλου, να ξεγελιέται η μέρα. Μια λάμπα καπνισμένη στο στένεμα. Η νύχτα βαριά. Βροχή και χιόνι. Μια μυγδαλιά να κτυπά τα κλαδιά της. Το τζάμι θολό.
Πέφτει ο ύπνος. Τα όνειρα απ’ τα παραμύθια. Πάντα είχαν το ίδιο τέλος.
Ανήμερα.
Χαράματα. Η φωνή ξύπναγε τα νυσταγμένα κεφάλια. Τρυφερή στην αρχή και μετά λίγο πιο δυνατή. Κλειστά μάτια, όρθια τα μικρά σώματα. Το όνειρο δεν είχε τελειώσει ακόμα. Χοντρό ντύσιμο, σκεπασμένοι μέχρι τον λαιμό. Η πόρτα στο χρώμα του κυπαρισσιού. Σκοτάδι πηχτό. Μόνο τα βήματα φανέρωναν τη ζωή.
Καλημέρα, ακούστηκε κι οι σκιές γίναν πολλές στον χωματόδρομο. Ανηφόρα. Μικρά σκαλοπάτια. Να φέγγει το λευκό στο ασπρισμένο ντουβάρι. Στην εκκλησιά η μέρα αποκαταστάθηκε. Τα κεριά ζωντάνεψαν απ’ την κρύα ανάσα.
Χρόνια πολλά, στο δι’ ευχών. Γυρισμός. Το φως χρωμάτιζε αχνά το πρωινό.
Στο τραπέζι οι μυρουδιές απ’ το τηγανισμένο λουκάνικο, τα τηγανητά αβγά έδιναν τη λεπτομέρεια στις αισθήσεις. Όλοι μαζί με την αγάπη να μπερδεύεται ανάμεσα.
Στο χωριό. Όταν το περιττό απουσίαζε και το στρογγυλό μαγκάλι έδιωχνε το παγωμένο απ’ τα μικρά δάχτυλα.
Χρόνια πολλά και ξεχύθηκαν κουτρουβαλιάζοντας στους άδειους δρόμους με τις νεραντζιές.
Γιώργος ΘΕΟΔΟΣΙΟΥ