Έγκατα
Η Μήτρα… το Αρχαίο Στόμα… οι δυο γηρασμένοι Πνεύμονες που πάλλονται από το βρώμικο φως… το Έρπον Πυρ… φυλακισμένες ιαχές στο υγρό δώμα του Άιν Σοφ… ιαχές… ιαχές… η Κλείδα των Πυροναυτών… έγκλειστοι υποχρεούμενοι σε νεκρολαγνικές τελετές… και το απόστατο Σώμα που σώθηκε από τον Ίακχο και το Ναζαρηνό…
Τόσος πόθος…
Τόση λαγνεία…
Τόση λαχτάρα αθανασίας…
Τόσο αίμα από βρέφη νεκρά…
Η Ιεριχώ…
Γοφοί… λαγόνια… πρησμένα στήθη… διχαλωτή γλώσσα… ο οφθαλμός του αδελφού… το δεδικασμένο των παλαιών πολεμιστών… οι ανάπηροι… οι ακέραιοι… οι τρωγλοδύτες… οι πόρνοι… οι σεσωσμένοι…
Και ρώτησε τον εαυτό του: είναι πιο αληθινό το Είδωλο από τον Καθρέφτη;
Και ρώτησε τον Φύλακα: είναι εμβόλιμα τα όνειρα θανάτου στους ανθρώπους;
Και ρώτησε τον Έκπτωτο: είναι η Εδέμ ένα πορνείο ψυχών;
Η Τροία…
Και ρώτησε την Αφροδίτη: είναι ο πόλεμος πιο βδελυρός από το βλέμμα;
Και ρώτησε τον Ερμαφρόδιτο: είναι ο κόσμος πιο νοσηρός από το αίμα;
Και ρώτησε τον Ιανό: είναι ο άνθρωπος πιο μόνος από την προσευχή του;
Η Ρώμη…
Αυτό(ς) που έρπει
Οι δυο άνθρωποι αναζητούσαν τα χέρια τους. Ξεκινούσαν κάθε πρωί, κάθε αυγή με την ίδια ελπίδα, με τον ίδιο σπαραγμό, με την ίδια σιωπή. Εκείνος όδευε πάντοτε στη Δύση, εκείνη στην Ανατολή. Στο τέλος της ημέρας, έπιναν νερό από τον φλογισμένο ποταμό και έκαναν έρωτα. Στο τέλος της ημέρας κλείνονταν στο Σπήλαιο και χάραζαν στο βράχο την ανάσα τους. Στο τέλος της ημέρας, σφάλιζε ο ένας τα μάτια του άλλου με ένα φιλί και κοιμόντουσαν.
Δεν είχαν όνειρα.
Ποτέ.
Δεν είχαν άγγιγμα.
Είχαν δηώσει τα σώματα.
Χωρίς το άγγιγμα.
Δεν είχαν χέρια.
Δεν είχαν βλέμμα.
Μια μέρα…
Εκείνος ανακάλυψε τα δικά της χέρια.
Περίμενε ως το τέλος της ημέρας για να της μιλήσει.
Αλλά εκείνη δεν επιτρεπόταν να τον πλησιάσει πια. Δεν επιτρεπόταν πια να τον πλησιάζει. Δεν επιτρεπόταν ούτε την ανάσα της να μοιράζεται μαζί του.
Εκείνος φόρεσε τα χέρια της και το επόμενο πρωί έφυγε από το Σπήλαιο.
Δεν θα έδινε ποτέ την εντολή στα χέρια του να τον υπακούσουν.
Έφυγε από το Σπήλαιο δακρυσμένος.
Έρποντας…
Στύγα
Την ώρα που βουτούσε στα νερά ο λεπρός, ένας μικρός άγγελος με αχνογάλαζα φτερά ήρθε κοντά του.
Πάρε με κοντά σου, του ψιθύρισε.
Ο λεπρός τον αγνόησε.
Βούτηξε στα σκοτεινά νερά. Και ξαναβγήκε με τη μορφή ερπετού.
Την ώρα που βουτούσε στα νερά η πόρνη, ένας μικρός άγγελος με αχνοπόρφυρα φτερά την πλησίασε.
Φίλησέ με, της είπε.
Εκείνη τον αγνόησε.
Βούτηξε στα σκοτεινά νερά. Και όταν ξαναβγήκε, ήταν ερπετό.
Την ώρα που βουτούσε στα νερά ο άγιος, ένας μικρός δαίμονας με φλογισμένη σάρκα και κατακόκκινα μάτια τον ζύγωσε.
Δώσε μου να πιω, τον παρακάλεσε.
Ο άγιος τον σπλαχνίστηκε. Έβαλε τις χούφτες του στο νερό και του προσέφερε νερό.
Ο δαίμονας ήπιε με απληστία το νερό.
Έγινε ερπετό και δάγκωσε τον άγιο στο λαιμό.
Ύψιλον
Φορούσε στο λαιμό της εκείνο το μενταγιόν.Με την τιρκουάζ μικρή πετρούλα.
Πήγαινε κάθε απόγευμα δίπλα στη μικρή λίμνη.
Ψιθύριζε το όνομά του.
Τον καλούσε κοντά της.
Εκείνος, έβγαινε μετά από λίγο από το νερό και έρποντας, δειλά δειλά, πλησίαζε κοντά της.
Δεν τον φοβόταν.
Όχι, δεν τον φοβόταν.
Ήξερε πως ήταν απαίσιος στην όψη, πως ήταν ένα αρχαίο πλάσμα, ένα τέρας.
Τον συμπονούσε.
Η καρδιά της είχε έναν ωκεανό τρυφερότητας γι’αυτό το τέρας.
Κάθε απόγευμα του τραγουδούσε.
Κάθε απόγευμα του μιλούσε για τα όνειρά της, τις περιπέτειες της ημέρας, τα ασήμαντα που γέμιζαν τη ζωή της.
Κι εκείνος την άκουγε.
Κι εκείνος γρύλλιζε και ανάσαινε βαριά και σταθερά.
Πονούσε.
Πέθαινε…
Το είχε καταλάβει.
Κάθε απόγευμα άκουγε το ρόγχο του να γίνεται όλο και πιο ακανόνιστος, βαθύς, άρρωστος.
Κι ένα απόγευμα…
Καθώς του μιλούσε για όσα είχε περάσει στο πρωινό της, ξαφνικά, άνοιξε τα μάτια της και γύρισε και τον αντίκρισε.
Το πλάσμα αιφνιδιάστηκε, αναδιπλώθηκε, συρρικνώθηκε και τεντώθηκε ξανά μακριά της. Έβγαλε έναν σπαραχτικό ήχο και άρχισε να έρπει ξανά προς τη ρηχή λίμνη.
Εκείνη σηκώθηκε, άπλωσε το μικρό της χέρι, τον κράτησε. Ένιωσε στα δάχτυλά της τη σάρκα του. Δεν αηδίασε, δεν μόρφασε.
Τον αγαπούσε.
Έκλεισε ξανά τα μάτια της.
Το πλάσμα άρχισε να βγάζει ένα παράξενο ήχο από τα σωθικά του.
Η σάρκα του έκαιγε αλλά η εκείνη δεν τον άφηνε. Δεν θα τον εγκατέλειπε.
Ποτέ.
Άνοιξε την καρδιά της και από μέσα της ξεχύθηκε όλη της η αγάπη.
Το πλάσμα ησύχασε.
Ύστερα από λίγο δεν τον ένιωθε πια.
Ύστερα από λίγο άνοιξε τα μάτια της.
Ξανά.
Χαμογέλασε.
Δάκρυσε.
Μια μικρή πεταλούδα βρισκόταν μέσα στην παλάμη της.
Με χρυσοκίτρινα φτερά.
Κι ένα καταγάλανο Υ ζωγραφισμένο πάνω τους.
Λες και την κοιτούσε.
Την κοιτούσε…