Και είμαι εγώ η Σταχτοπούτα και εσύ το Βασιλόπουλο, που την κρατά στην αγκαλιά του και την καθίζει σε ολόχρυσο θρόνο και γονατίζει μπροστά της που την βρήκε και δεν θέλει να τη χάσει.
Της χαϊδεύει τα μαλλιά, τη φιλά στα μάτια και όρκοι αγάπης ανείπωτης δίνονται, υμνείται ο έρωτας με λόγια άγνωστα που κανένα στόμα ποτέ δεν είπε.
Οι ψυχές δένονται και πετούν ψηλά στα ουράνια, όλα μοιάζουν μαγικά….
Μπλέκεται η ζωή μου χρωματιστή κλωστή, αληθινή και ψεύτικη.
Και είναι η αλήθεια, το σούρουπο που ήρθε νωρίς και σκοτείνιασε απότομα και μόνη στο δωμάτιο, φοβάμαι το σκοτάδι…
Ανοίγω την πόρτα βγαίνω στο διάδρομο ακουμπώ την πλάτη στον τοίχο καλύπτω τα νώτα από τον φόβο του σκοταδιού με το μέτωπο ιδρωμένο τρέχω με όλη μου τη δύναμη, κανείς δεν υπάρχει όλα είναι βουβά, σκοτεινά ,πνιγηρά….
Και τότε είναι που λυγίζω και σιωπηλά σε ικετεύω, να έρθεις… να με σώσεις.
Μα εσύ πονάς ….βλέπω τ’ ανοιχτά τραύματα στο στήθος σου, τον τρόμο στα μάτια σου.
Ανάμεσα σε φλόγες η μορφή σου, άγρια, σκληρή, μορφή θανάτου και πόνου, το κορμί σου κείτεται ανήμπορο με το αίμα σου να λεκιάζει τις αδυναμίες μου.
Παλεύω με τη φωτιά, τα χείλη σου θέλω ν’ αγγίξω πρώτο φιλί να σου χαρίσω και στερνό, να ενωθεί η ψυχή μου στο κορμί σου….που καίγεται… που σβήνει….
Κάνω ύστατη προσπάθεια να σε κρατήσω, να δώσω στ’ όνειρο ζωή ,και στη ζωή μαγεία…..
Μα σκοτάδι απλώνεται μεμιάς και κάνω πίσω.
Συμβιβασμός και αποδοχή.
Και είμαι εγώ η Σταχτοπούτα και εσύ το Βασιλόπουλο…..