Το κείμενο που ακολουθεί είναι απόσπασμα από το σε συγγραφική εξέλιξη βιβλίο του Δημήτρη Μαμάκου με τίτλο <Πάνω Από Τα Σύννεφα>.
Το απόσπασμα είναι από το κεφάλαιο με θέμα την δεύτερη επίσκεψη και την εικοσαήμερη διαμονή μου (στα πλαίσια εθελοντικής εργασίας) στο Κατμαντού, έπειτα από ένα μήνα ταξιδιού στην χώρα.Έμενα σε έναν ξενώνα στην βουδιστική γειτονιά του Κατμαντού, όπου βρίσκεται και η μεγαλύτερη στούπα (ναός) της νότιας Ασίας.
Ένα πρωί πηγαίνοντας για το γραφείο, είχα δει σε 2-3 διαφορετικά σημεία της γειτονιάς, ομάδες τεσσάρων ή πέντε μοναχών, όλων των ηλικιών, καθισμένους σε σειρά, στην στάση του λωτού, στην μέση του δρόμου.Διάβαζαν ψαλμούς από τα ιερά τους βιβλία, με τον χαρακτηριστικό τρόπο των βουδιστών που μοιάζει με μουρμουρητό. Μπροστά τους είχαν αφημένα τενεκεδάκια για να προσελκύσουν δωρεές. Εκείνο το βράδυ το φεγγάρι θα ήταν γεμάτο. το γεγονός είχε ιδιαίτερη σημασία για τους βουδιστές και θα γιορταζόταν με θρησκευτικές εκδηλώσεις γύρω από την στούπα.
Το βράδυ βρέθηκα να περπατώ μαζί με τις εκατοντάδες των πιστών όλων των εθνικοτήτων που είχαν συρρεύσει λόγω του εορτασμού.
Στην πρώτη μου στροφή και καθώς έφτανα την κεντρική είσοδο του ναού, είδα πλήθος συνωστισμένο και ακριβώς μπροστά διέκρινα καμιά δεκαριά μοναχοί καθισμένους στην στάση του λωτού. Σχημάτιζαν με τα κορμιά τους ένα ημικύκλιο που έφρασε την είσοδο. Φυσούσαν τις μεταλικές τους σάλπιγγες και τα μεγάλα παραδοσιακά κοχύλια τους, χτυπούσαν τα πολύχρωμα στρογγυλά τους τύμπανα κι έψελναν τα ιερά τους κείμενα.
Απέναντι στον πεζόδρομο ήταν στημένοι πάγκοι στην σειρά και πουλούσαν κάθε λογής τυποποιημένα τρόφιμα. Ο πεζόδρομος ήταν ασφυκτικά γεμάτος από πιστούς που αγόραζαν τρόφιμα από τους πάγκους, πάσχιζαν να φτάσουν στον ιερό κλοιό και από εκεί εκσφενδόνιζαν τις προσφορές τους πάνω από τα κεφάλια των μοναχών για να προσγειωθούν στο έδαφος μπροστά από τα πόδια τους. Οι στοιβαγμένες προσφορές είχαν σχηματίσει έναν λόφο στο ύψος ενός αγοριού. Δύο όρθιοι μοναχοί στην μέση του κλοιού άδειαζαν το περιεχόμενο των πλαστικών συσκευασιών στον λόφο.Έπειτα γέμιζαν με το ασυνίθιστο υλικό μεγάλα πλαστικά τσουβάλια. Μπόρεσα να διακρίνω χύμα ρύζι και καλαμπόκι ανακατεμένο με πολύχρωμες συσκευασίες τροφίμων. Ο λόφος δεν μίκραινε αφού οι συνεχείς ρίψεις διατηρούσαν τον όγκο του αμείωτο.
Οι δωρεές προς την μοναστική κοινότητα είναι ιδιαίτερο κομμάτι της θρησκευτικής ζωής των βουδιστών, αφού τα ιερά κείμενα τις συνδέουν ευθέως με την <σωτηρία>:
<Επιπλέον υπάρχουν πράξεις που μπορούν να οδηγήσουν τα όντα στην βεβαιότητα της σωτηρίας:οι δωρεές που γίνονται προς τον Βούδα, προς την διδασκαλία, προς την Κοινότητα και προς τα πρόσωπα που τηρούν τις διδαχές, με ανυψωμένη σκέψη.με αυτές τις καλές πράξεις εκπέμπει κανείς σιωπηρές ευχές αναγέννησης.είναι οι πράξεις που λέμε ότι έχουν ως ανταπόδοσή τους την βεβαιότητα της σωτηρίας.> (sutra περί της διαφοράς των ανταποδόσεων των πράξεων, που απευθύνεται από τον Βούδα στον προύχοντα Σούκα) σημειώνεται στις αρχαίες βουδιστικές γραφές που στην μεγάλη τους πλειοψηφία έχουν για συγγραφείς τους ...μοναχούς που έζησαν τους αιώνες που ακολούθησαν την ζωή και τον θάνατο του μεγάλου δασκάλου τους1.
Το βλέμα μου συνάντησε τα πρόσωπα των ανθρώπων που ύψωναν ψηλά τα χέρια που κρατούσαν τις πλαστικές σκούλες. Εκεί, αντίκρυσα την εκστατική αγωνία να μπλέκει με εύθραυστη γαλήνη μπροστά από το βασανιστικό ζήτημα της <σωτηρίας>. Τότε ήταν που πρόσεξα και τους άλλους. Ανάμεσα στο πλήθος των πιστών ήταν σκορπισμένοι, πεινασμένοι κουρελήδες, απ’ αυτούς που συναντά κανείς κατά χιλιάδες στους δρόμους της πόλης. Στριμόχνονταν κι αυτοί πίσω από τον κλοιό των μοναχών ευελπιστώντας σ’ ένα μερτικό απ’ τον φαγώσιμο λόφο που θα μπορούσε να γιατρέψει ολωνών τους την πείνα για εβδομάδες ή ακόμα και για μήνες. Το βλέμα στάθηκε κι εδώ για να συναντήσει πάλι...αγωνία. Ετούτη εδώ, όμως, ήταν διαφορετική από την άλλη. Αυτή εδώ, ήταν ακραία, έφερνε σε απόγνωση. Είχε χειροπιαστή ρίζα – κι όχι απ’ τον κόσμο των ιδεών - κι η ρίζα αυτή έπρεπε να ποτιστεί το δίχως άλλο! Ο πιστός μπορεί, πάντα, να μεταθέτει την υπόθεση της σωτηρίας του για την επαύριο, ο πεινασμένος την υπόθεση της πείνας του, όχι. Το στομάχι είναι ο στυγερότερος δυνάστης. Η εξουσία του εκδηλώνεται καθημερινά, είναι αδιαπραγμάτευτη και δεν κατόρθωσε ποτέ, κανείς ν’ απαλλαγεί απ’ τα δεσμά της.
Συχνά πυκνά κάποιος μοναχός υπέκυπτε στα τραβήγματα και τις παρακλίσεις εκ’ των όπισθεν, έπιανε ένα-δυο σακούλια από το βουνό και τα άφηνε σε κάποια δάχτυλα από το σμήνος των απλωμένων χεριών που βούιζαν στην πλάτη του.
Έμεινα να παρατηρώ το θέατρο της παράνοιας που ‘χε τρεις διαφορετικούς ρόλους για τον ίδιο πρωταγωνιστή, την ξεγυμνωμένη και βιασμένη ανθρώπινη αξιοπρέπεια.
Στον πρώτο ρόλο ήταν τα μπουλούκια των πιστών με τις σακούλες στα χέρια που μόλις τις πετούσαν, ένωναν, αλλοπαρμένοι, τα χέρια κάτω από το πηγούνι σε ένδειξη πίστης και υποταγής, προσδοκώντας την <σωτηρία της ψυχής>. Τους κοιτούσα κι έπερνα αφορμή για να σκεφτώ γι ακόμα μία φορά: <Απειλείται από κάτι η ψυχή;Από τι αγωνιούν να την σώσουν, όλοι αυτοί σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της Γης;>. Ίσως μόνο από την επίγνωση της διαφθοράς της, αλλά και πάλι, η σωτηρία απ’ αυτό δεν εξαγοράζεται,...κατακτιέται.
Στον δεύτερο ρόλο ήταν ο συφερτός από τα ξιπόλυτα και βρώμικα παιδικά κορμιά που σπρωχνόντουσαν και πατιώνταν για μια σακούλα καλαμπόκι που όταν επιτέλους την κέρδιζαν, τούς την τραβούσαν από τα χέρια άλλα εξαθλιωμένα πλάσματα. γέροι με αναπηρίες, γυναίκες με πεινασμένα ημίγυμνα μωρά στην αγκαλιά και πλήθος άλλων, επίσης, άθλιων που ασφικτιούσαν στην πίεση του πυκνού πλήθους για να εξευμενίσουν τον δικό τους θεό που κατοικεί στις κοιλιές τους.
Στον τρίτο ρόλο ήταν ο κλήρος, ιερός χειριστής της αγωνίας και διαχειριστής των αντιτίμων της <σωτηρίας>.Είχε προδόσει απροκάλυπτα τον υποτειθέμενο προορισμό του, την πνευματικότητα, ανταλλάσοντας ρύζι με παιδαριώδεις υποσχέσεις που ‘χουν για θεμέλια...δόγματα.Την ίδια ώρα απολάμβανε, αυτάρεσκα, το μεγαλείο της <γεναιοδωρείας> του χαϊδεύοντας την απελπισία σε κοινή θέα – εκεί έχει νόημα.
Εξίσου τραγικοί και οι τρεις ρόλοι και ο πρωταγωνιστής (η καταντημένη αξιοπρέπεια) θλιβερός.Αισθάνθηκα θλίψη και απογοήτευση για όλους τους παράγοντες της παράστασης.από τον πρώτο μέχρι τον τελευταίο.Ο καθένας στην μιζέρια του από την δική του σκοπιά.Οι ρόλοι παρέμειναν αναλοίωτοι αυτά τα 2500 χρόνια που μεσολάβησαν από τότε που περπάτησε ο Σιντάρτα2 ανάμεσα στους ανθρώπους για να διαπιστώσει ότι οι ζωές τους κατευθύνονται από τον φόβο, τον πόνο και την εγωϊστική επιθυμία. Το έργο της ζωής και η διδασκαλία του σπάνιου διανοητή, καθώς φαίνεται, δεν στάθηκαν ικανά να λυγίσουν την ισχύ της νοσηρής ανθρώπινης διάννοιας.Ο αλτρουϊσμός κατατροπώθηκε από τον εγωϊσμό και οι Βούδες3 από...τον άνθρωπο. Ακόμα και σ’ εκείνα τα γεωγραφικά μήκη και πλάτη που εξαπλώθηκε και άνθησε η διδασκαλία (Μυανμάρ, Θιβέτ, Νεπάλ, Ταϋλάνδη), η βία και η αδικία κυριαρχούν και σήμερα όπως κυριαρχούσαν πάντα.
Την ίδια τύχη της φιλοσοφίας του Σιντάρτα, που θα μπορούσε να είχε λυτρώσει τον άνθρωπο από την άγνοια και τον εγωϊσμό, είχαν και όλες οι άλλες φιλοσοφίες που είχαν την ίδια δυναμική: αφού πρώτα τις στρέβλωσαν και τις διέφθειραν, έπειτα τις βάφτισαν <θρησκείες> - κοινά εργαλεία σε μια παγκόσμια σκακιέρα ανταγωνισμού και κυριαρχίας. Αφού πρώτα (ή ύστερα) μολύνθηκαν, κλήθηκαν να υπηρετήσουν τους ίδιους σκοπούς που κατάντησαν να υπηρετούν και τα άλλοτε απέραντα δάση, οι άλλοτε κρυστάλινοι ποταμοί και η άλλοτε παρθένα γη.
Σημειώσεις:
1 Ο Βούδας δεν άφησε κανένα γραπτό απόσπασμα της διδασκαλίας του.Όλα τα βουδιστικά κείμενα έχουν γραφτεί από μαθητές του ή μαθητές των μαθητών και κυρίως από βουδιστές μοναχούς.
2 Σιντάρτα Γκοτάμα ήταν το όνομα του ιστορικού Βούδα.
3 Οι βουδιστές πιστεύουν ότι πριν από τον Σιντάρτα υπήρξαν κι άλλοι <φωτισμένοι> (Βούδες) και ότι θα υπάρξουν περισσότεροι στο μέλον.