Βλέμμα πεινασμένο
πού ‘μεινε στεγνό
στη μια σταγόνα δάκρυ,
που ‘ τρεξε ‘ πο συγκίνηση
στης ομορφιάς την άκρη.
Ερωτηματικά που γεμίζουν το γαλάζιο
και απλώνονται στίγματα στο διάφανο.
Παράπονο που καπνίζει απλώνοντας στάχτη.
Μνήμες ξερές, οβίδες ξεχασμένες.
Καπνός που στιγμάτισε τους άσπρους τοίχους.
Γυρτά σπουργίτια που ακόμα χοροπηδούν τρομαγμένα.
Καμένη περηφάνια, ξερό κουκούτσι στο τέλειωμα της σκέψης.
Μικρή αφράτη γιορτή θαμπώνει την άμμο που χαίρεται
κι’ απλώνεται πελώρια αγκαλιά.
Κι’ εκεί που σβήνει η ματιά,
βλέπω τον εαυτό μου.
Γυμνό, γυρτό στα τέσσερα, μη ξέρω τι να κάνω.
Νουφαροκαλαμιόφυλλα να παίζουνε τον ήλιο,
το βλέμμα να φιλτράρουνε και κάτι πώς να κρύβουν.
Βήμα μπροστά το τόλμησα σπρώχνοντας τα καλάμια..
Ντυμένοι όλοι στα λευκά και γύρω τους να κλαίνε.
Ξύλα – λουλούδια χέρια τους, που γέρνουν λυπημένα.
Πως η Αρχή τελείωσε δεν πρόλαβα να δω.
Είδα πως μόνο μέρα αυτή
η μια και πριν νυχτώσει,
πρέπει να ζήσω και το πω
ήλιος να μεγαλώσει,
να δώσει Φως,
καμιά σκιά πίσω του μην αφήσει,
για να προλάβω να το δω πως τέλειωσ’ η Αρχή,
φωνή, σκέψη κι’ απάντηση προλάβω για να δώσω.
Να πω πως είναι μάταια
άτοπα και αταίριαστα
τα τόσα λάθη, σφάλματα
μη έχοντας τη Γνώση…
Σκέψη την παρατήσαμε
βάθος της δεν γνωρίσαμε.
Γνώση απαξιώσαμε
νομίζοντας ψηλώσαμε,
εγωισμό βιώσαμε.
Φθάσαμε κυβερνήσαμε
τη Γη ταλαιπωρήσαμε,
για δες πως καταντήσαμε…
Ποτέ δεν σταματήσαμε
εκεί που σβήνει η ματιά
δούμε τον Εαυτό μας
ντυμένο όλο στα λευκά
‘πέναντι στον Θεό μας !
Νίκος Στυλιανού