Σαν Σύμπαν εσκοτείνιασε
ακούστηκαν εκρήξεις..
η ώρα μας πλησίαζε
Θεός ανακοινώσει,
αν γνώση μας παραδεχτή,
ή πρέπει να γυρίσουμε
στη Γη να συνεχίσουμε…
Χέρι του φίλου μου κρατώ
σφιχτά με αγωνία.
Κι’ οι δυό φοβόμασταν πολύ
λάθη μας μη πληρώσουμε
γυρίσουμε ματώσουμε
και πάλι κατορθώσουμε
το μόνο να πονάμε.
Όμως ο ήχος – αστραπή
κι’ η Θεία Παρουσία,
μας κάναν να χωρίσουμε
τρέξουμε μ’ αγωνία.
Ποτέ τον φίλο μου ξανά
δεν βρήκα στην πορεία.
Την εντολή, βαλίτσα μου
τον δρόμο ακολούθησα
μαζί με πλήθος άλλους.
Καρφιτσωμένη πέτο μου
μια λέξη, η Αγάπη.
Αυτή θα πρέπει εντολή
Θεού να εκπληρώσω.
Γεννήθηκα στον Πειραιά
στο φως του Αποσπερίτη,
μάνα μου είπε κλινική
λεγόταν Λειβαδίτη.
Στο πρώτο ακόμα βήμα μου
γύρισ’ η αγωνία,
τον φίλο μου τον έψαχνα
παντού, κάθε γωνία.
Μα πουθενά τα λόγια του
καμπάνες γνώριμης χαράς
και βάλσαμο δικαίου,
δεν μπόρεσα κι’ αν έψαξα
ποιήματα Αλκέου.
Έτσι το αποφάσισα
τον κόσμο ταξιδέψω,
μπας και τον βρω στο πουθενά
χαμένο του και μόνο,
και την ανάγκη μου μπορεί
κάποιο δικό του πόνο.
Βαπόρια τα ταξίδεψα
σε όλα τα λιμάνια.
Λαούς και χώρες γνώρισα,
τον κόσμο όλο έραψα
επάνω μου κοστούμι.
Τέλος, λιμάνι π’ έψαξα
λεγότανε Μπατούμι.
Μα πόνος πάντα μόνιμος,
χέρια μου το κανάτι
που το κρατούσα για να πιεί,
να πιεί να ξεδιψάσει
και τη συγνώμη φίλε μου,
γιατί σε είχα χάσει.
Απογοήτευση πικρή..
Ελπίδα μου χαμένη.
Μα ήξερα ο φίλος μου
πάντα θα περιμένει..
Και σαν Ελλάδα έριξα
μόνιμα αγκυρά μου,
σε μια πισίνα δροσιστώ
και κολυμπώντας ύπτιο,
σκέφτηκα πια την τύχη μου
ψάξω στο Διαδίκτυο.
Πήρα ξανά στα χέρια μου
γεμάτο το κανάτι,
για να το έχω έτοιμο
δροσιά του ξεδιψάσει.
Και μιας θυμάμαι από παιδιά
βιβλία τ’ αγαπούσαμε,
να γράφουμε, να παίζουμε,
με λόγους να παλεύουμε,
είπα Σελίδα Ποιητή και λόγου
για να φτιάξω,
που logoclub τ’ ονόμασα
σαλόνι του το στόλισα,
κι’ είπα να περιμένω..
Και ω ! του θαύματος κραυγή
χαρά ανείπωτη – τρελή,
εγώ που χρόνια έψαχνα
Πλανήτη να τον βρω,
τεχνολογία βοηθό που είπα να στηρίξω
αιτία έγινε χαράς να τον ανακαλύψω !
Και τότε ήταν η χαρά που έγινε αιτία
να πέσει απ’ τα χέρια μου
να σπάσει το κανάτι…
τον Φίλο μου τον λέγανε
ΑΝΤΩΝΗ ΜΥΚΟΝΙΑΤΗ.
Νίκος Στυλιανού