Η μάνα του τον γέννησε πίσω απ’ το συρματόπλεγμα.
Στα στρατόπεδα που σέρνεται η παραφροσύνη κι η νύχτα κρέμεται συνέχεια.
Εκεί που ο φόβος κι ο πόνος κάνουν το σώμα να παίρνει άγιες διαστάσεις.
Κι η μνήμη να γίνεται εφιάλτης.
Η μπότα να έρχεται στη μούρη του, όπως σέρνεται κρεμασμένος απ’ τα φουστάνια της. Τα πελώρια λουριά και το γυαλιστερό μαύρο να κλοτσάνε το σώμα που τον γέννησε.
Ακούει τις φωνές των γυμνών στους θαλάμους και βλέπει τα πτώματα στα καρότσια. Έχει τη φρίκη στα μάτια του από τότε που ο θάνατος έπεφτε στο ζάρι.
Νιώθει στα δάχτυλα το σφίξιμο του χεριού της μάνας του, που σήμαινε «Μη φοβάσαι». Θυμάται το λερωμένο από τη λάσπη και τα δάκρυα πρόσωπό του, όταν κούρνιαζε στην κοιλιά της για να ξεχαστεί.
Ο χρόνος πέρασε. Ο ήλιος έκανε τους κύκλους που ο χρόνος τού όρισε.
Άντρεψε, απόλαυσε τον πλούτο και την ενοχή της ανθρωπότητας.
Και ξέχασε.
Κι έφτιαξε συρματοπλέγματα.
Έβαλε μέσα ανθρώπους και τους φυλάκισε. Έφτιαξε μάνες να κλαίνε και παιδιά να πονάνε.
Φόρεσε μπότες καλογυαλισμένες, μαστίγιο έπιασε και ξέρασε από μέσα του τη φρίκη.
Δημιούργησε σταυρούς και κάρφωσε αθώους, έγινε κουρσάρος και λήστεψε.
Ξέχασε και δολοφόνησε. Ξέχασε και κυβέρνησε.
Έφτιαξε νεκρούς και πεινασμένους.
Ξέχασε όλο τον πόνο και τον φόβο, το δάκρυ και την κοιλιά της μάνας του.
Κι έγινε ο περιούσιος άνθρωπος της κρίσεως!
Αναρριχώμενα φυτά
Αρνήθηκαν τη θέση που τους αρμόζει και αναρριχήθηκαν στα μπαλκόνια.
Σκαρφάλωσαν στο πλέγμα, όρισαν το υπερώον και εμπόδισαν τη θέα.
Διάφοροι χρωματισμοί με κόκκινα σημάδια αποπομπής της μονοτονίας.
Κουρτινολούλουδα που καλύπτουν το πραγματικό της εσωτερικής παρακμής.
Πλουμίδια ποτισμένα από χέρια κι όχι απ’ τη βροχή. Κατασκευασμένες συνθέσεις ομορφιάς.
Εικόνα μεταφοράς ανείπωτων συνειρμών. Όμορφο φόρεμα στο σκοτεινό. Η επιφάνεια της μυρουδιάς στον βρόμικο τοίχο.
Και στο έδαφος μοναχικά τα μαμούνια συνεχίζουν τις μονότονες διαδρομές αγκομαχώντας για το ψίχουλο.
Κι ούτε ένα φυτό πια στη φυσική του θέση.
Η περιέλιξη στο μεγαλείο της πάνω στα ντουβάρια
Και στο γήχυτο μια πατημασιά συγκεντρώνει τις σταγόνες του απογεύματος και ένας σπόρος χαμένος αρχίζει να ρουφά τη ζωή.
Σε λίγο το πρώτο φύλλο θα σκάσει. Μετά το λευκό και μετά το κόκκινο θα ανθίσει.
Και η επανάληψη θα συνεχίσει να ενοχλεί αφόρητα την αφαίρεση.
ΓΙΩΡΓΟΣ ΘΕΟΔΟΣΙΟΥ