♦ Το κιβδήλευμα των γραμμάτων, αναθηματική επιγραφή χαραγμένη στο οξειδωμένο λευκό, έδωσε στην επικεφαλίδα της βροχής το παραλήρημα των πονεμένων φράσεων.
♦ Βλέμματα ταπεινωμένα, δάκρυα φορεμένα στο σκοτάδι και λίγες αναπνοές να σωπαίνουν πάνω στους κόμπους του χοντρού σκοινιού των αναμνήσεων. Ρακένδυτα τα δικαιολογήματα, προφάσεις του ανεξέλεγκτου, επισυνάπτονται στις τοιχογραφίες του μεθοδεύματος.
♦ Στους χωμάτινους δρόμους, στα πετρόκτιστα αδιέξοδα των παραγράφων τα δάχτυλα ματώνουν στις αναμνήσεις γράφοντας στην ξεραμένη λάσπη τα πεταμένα ρήματα.
♦ Και μια φορεσιά στον λόφο. Απέναντι απ’ την αποβάθρα σιωπηλή περίληψη της ζωής, απογυμνωμένη αλήθεια της εποχής, έδωσε στο διάλειμμα τον λυπημένο θόρυβο.
♦ Ηχοβολήματα και ένα κουδούνι.
♦ Παιδιά, χαμόγελα και πρώτες φλυαρίες.
♦ Ένας βασιλικός και στην παράδοση του εξιστορήματος ένα περιστέρι στον σταυρό ύστερη φωνή της ελπίδας να υπογράφει δίπλα στο σύννεφο το όνειρο των μικρών συλλαβών.
♦ Στην πλατεία, στα στρατόπεδα συγκεντρώσεως των ψευδαισθήσεων. Στη γραμμή.
♦ Ένας δάσκαλος με σφιγμένα χείλια. Και πίσω ένας μαθητής κρατώντας το αλουμίνιο.
♦ «Πέρασε», είπε και το χέρι με όλη την παλάμη ανοιχτή πάνω στην πλάτη έδωσε προτεραιότητα στο σπρώξιμο της αγάπης.
♦ Στους κοντινούς εφιάλτες της αληθοσύνης οι χρόνοι χάνουν την κλίση τους.
♦ Απορία στην απορία και η επανάληψη να υπερτονίζει τη διαφορετικότητα των ερμηνευμάτων αδυσώπητα.
♦ Ένα κουτί με λυμένη κορδέλα. Ένα άδειο κουτί. Μια ψυχή κομματιασμένη στον μαυροπίνακα. Ένα σκυμμένο κεφάλι και μια σκέψη να τρέχει πιο γρήγορα απ’ τη νοσταλγία.
♦ Και να δέρνουν οι σταγόνες το μέτωπο.
♦ Στις συνοικίες κλειδαμπαρωμένα τα παράθυρα. Στις στάσεις ο καπνός αφήνει την αφήγηση να χωθεί στα ρουθούνια. Πολλοί κόσμοι μαζί στο ίδιο τετράδιο. Ερημιά και δυσλαλία.
♦ Και ένα σχήμα να ανισορροπεί στη γεωμετρία του μουντζουρωμένου χαρτιού. Αναπνοές ριγμένες στο φθινόπωρο, ανήδυστα μοναχικά διηγήματα αλλοτινών μορφασμών, στις σφραγισμένες αναφορές των προσώπων.
♦ Νύχτα. Ένα μονόπετρο χάδι στόλισε τη μελαγχολία της σελήνης. Ένα ψέμα φώναξε δυνατά την επιθυμία του και η εκλογή να μαχαιρώνει όλα τα φωνήεντα της μακρόσυρτης ευτυχίας.
♦ Στην άκρη της πλακοστρωμένης ραφής η εγκατάλειψη βαρύγδουπη ανακοίνωση τυλιγμένη σε μια παλιά εφημερίδα. Στους τενεκέδες τα απομεινάρια ζωγραφίζουν τα μολυβένια στρατιωτάκια και μια ματιά να καρφώνεται στη στροφή μήπως φανεί η μοναδικότητα της αισθαντικότητας.
♦ Παραλογία στο επιμύθιον και ένας θεός αμήχανος μαζεύει τα κομμάτια του. Δευτέρωμα ψευδαπάτης και ένας λεκές πάνω στο κόκκινο.
♦ Προδοσία των σωμάτων στις ανακοινώσεις των πολύφημων εκδηλώσεων και ένα θλιβερό τρίστιχο να τραγουδά στην απουσία αβασάνιστα τη μελωδία του.
♦ Στο γυαλί. Το χαρτί με τα κεφαλαία, ριγμένο στη θάλασσα.
♦ Ο πόθος κάτω απ’ το ξύλινο επισφράγισμα.
♦ Και ένας βοριάς να δραπετεύει στον ανεμόμυλο των παραμυθιών.
♦ Ονειροπαρμένος.
Mυογράφημα
Στα πλατιά σκαλοπάτια. Στην πρώτη ματιά. Ένας φόβος θεόρατος ξεπέρασε τη λαγκαδιά και καρφώθηκε μαχαιρώνοντας το χαμόγελο. Στις πεζούλες τα μεθυσμένα λόγια. Γυάλινα φαρμάκια ριγμένα στα μικροσκοπικά υποδοχεία. Διάφανα μάτια στο εντύπωμα. Και μια προέκταση να σφίγγει την αιωνιότητα.
Μια φράση ξεχασμένη στο χτυποκάρδι και μια πολυλογία ξεπεταγμένη απ’ το σκοτάδι έδωσε τη βροντή στον ιστορικό ενεστώτα.
Δίπλα στον πλάτανο οι χοροί. Οι φωνές. Τα τραγούδια. Ανάμνηση της εικόνας όταν ο χρόνος τρώει τις σάρκες. Κρότοι στο φως και τα στόματα ανοιχτά να καταπίνουν τις αντιθέσεις.
Αντίξοες συνθήκες στους ορισμούς και ένα βλέμμα να ακολουθεί το περπάτημα κάτω απ’ την
καμάρα. Στις γυμνές καταλήξεις των δαχτύλων, στο ανυπέρβλητο συναπάντημα των μυστικών.
Στον σκαλωμένο βράχο της αναδρομής.
Στους χρόνους αφήνεται η σιωπή, μουσκεμένη οπτασία, προδομένο σκιαγράφημα πόνου.
Και ένα αντίδωρο συναισθήματος φωνάζει στην ερωτηματική πρόταση το επίφθεγμα της απορίας.
Γονυκλισία. Στο εξεικόνισμα. Στη θλίψη μια οξεία έβαψε το παροξύτονο με το παραμιλητό της. Και ένα αφημένο βιβλίο πίσω απ’ το σκουριασμένο πορτάκι υπόσχεται το ταξίδι.
Στον Σεπτέμβριο στοπροαναφώνημα της εποχής, όταν τα κλειδωμένα βλέφαρα παίρνουν τις σταγόνες μέχρι τα κόκαλα.
Στα νεφελώματα τα μικρά φεγγίσματα κρύφτηκαν. Το σκοτάδι περιπλανήθηκε αφήνοντας στην απόγνωση τα κατακάθια του.
Δυο χέρια μάζεψαν τα φωνήεντα
Και μια κραυγή έπλεξε με τη βροχή
Τη μελαγχολία.
Συντέλεια
Ξέχασες
Στα νεφελώματα
Τα χέρια μου
Άφησες
Με την πρόθεση
Και το ωμέγα
Και την περιπλάνηση
Στον πρώτο δρόμο
Της βροχής
Όταν στο λευκό
Περιπλέκεσαι
Ανορθόγραφη
Σκοτεινή
Σαν θεότητα
Λησμόνησες
Πέρασες
Το αίμα
Στο κέντημα
Την κλωστή
Έκοψες
Στα κομμάτια του σώματος
Κι έδωσες στο στόμα
Το φιλί
Το ύστερο
Γιώργος ΘΕΟΔΟΣΙΟΥ ( Το Ποντίκι )