Σκέψεις ενός ταξιδιού
Ένοιωθε τη ζωή του σαν μια σήραγγα. Μια σήραγγα πολύ μεγάλη σε μήκος που τη διέσχιζαν ακατάπαυστα πολλά αυτοκίνητα. Τα διερχόμενα αυτοκίνητα είχαν πάρει μέσα του τη μορφή όλων αυτών που γνώρισε, που πέρασαν και έφυγαν. Τους παρείχε φωτισμό, για να μην τρομάξουν με το ξαφνικό της σκοτάδι, καθώς και συναισθηματική οδική βοήθεια, σε όποιον αντιμετώπιζε κάποιο ξαφνικό πρόβλημα. Ήταν πολύ καλή κατασκευή έτσι που να μπορούν ν’ αναπτύξουν ταχύτητα για να συντομεύσουν τη διαδρομή τους. Όλοι όμως έπρεπε να περάσουν βιαστικά από μέσα, δεν επιτρεπόταν να σταματήσουν, αν το έκαναν καιροφυλακτούσε ο κίνδυνος να σχετιστούν μαζί του. Πόσο θάθελε να σταματήσει κάποιος να του μιλήσει. Όλοι όμως είχαν το προορισμό τους και απλά τον χρησιμοποιούσαν διερχόμενοι, ανάβοντας τα φώτα τους για να τους βλέπει κιόλας. Μερικές φορές πολλοί από αυτούς γίνονταν τόσο προκλητικοί που κόρναραν, θέλοντας ν’ ακούσουν τον αντίλαλο από τον ήχο της κόρνας. Έτσι ακριβώς φωνασκούσαν και στη ζωή τους για να τραβήξουν τη προσοχή, αλλά και για να νοιώσουν ψεύτικα διπλάσιοι. Εδώ μέσα το έκαναν επιδεικτικά σαν να τον κορόιδευαν.
Όσο και αν την φρόντιζε τη σήραγγα θέλοντας να λειτουργεί τέλεια, πάντα στις ώρες που τη διέσχιζαν πολλά αυτοκίνητα, τον έκαναν να είναι σε διαρκή ετοιμότητα, περιμένοντας αυτόν που θα σταματήσει. Αυτόν που θα σταθεί έστω και λίγα λεπτά να παρατηρήσει ποιος είναι αυτός που τόσο πολύ τους εξυπηρετεί. Όταν σπάνια συνέβαινε κάτι τέτοιο, δεν του μίλαγε, δεν τον πλησίαζε όση ώρα αυτός την περιεργαζόταν απορημένος. Χωρίς να εμφανίζεται γιατί δεν τον πίστευε. Τον παρακολουθούσε όμως διακριτικά με τις κρυφές εσωτερικές του κάμερες, και η λαχτάρα του για επαφή κορυφωνόταν. Τον παρατηρούσε προσεκτικά μήπως και ανέβει κάποια από τις εξόδους κινδύνου για να τον συναντήσει, αλλά μάταια. Συνήθως αυτός τις πλησίαζε, έχοντας μεγάλη απορία για το που καταλήγουν, αλλά δεν ανέβαινε προκαλώντας του μεγάλη απογοήτευση. Του φαίνονταν σαν συναισθηματικές παγίδες μη μπορώντας να έχει εικόνα του τι θα συναντήσει αν τις χρησιμοποιήσει. Ο κίνδυνος από τη συνάντηση αν ανέβαινε δεν ήταν ορατός, τον διαισθανόταν όμως και έφευγε τελικά βιαστικά όπως όλοι οι άλλοι, προτιμώντας την ασφάλεια του πλήθους, θεωρώντας πιο ασφαλές να βρίσκεται με το κοπάδι των διερχομένων από την άγνωστη έξοδο. Τόσοι πολλοί δεν μπορούν να κάνουν λάθος, σκεφτόταν, προσπαθώντας να δικαιολογήσει τον εαυτό του, σε αντίθεση με την πρόδηλη επιθυμία του να τη διερευνήσει. Ανέπτυσσε τότε ανακουφισμένος ταχύτητα ακολουθώντας τους.
Μέχρι πριν τη κατασκευή της σήραγγας ήταν ένας ήσυχος δυνατός και γεμάτος ενέργεια άντρας, αλλά μοναχικός. Τότε ήταν που τον έπεισαν πως ανοίγοντας τη σήραγγα και διευκολύνοντάς τους να εξοικονομήσουν ενέργεια, πολλά χιλιόμετρα και κυρίως χρόνο, θα τους ήταν χρήσιμος, άρα επιθυμητός όταν θα τον συλλογίζονταν. Χάρηκε όταν του το πρότειναν αλλά του απέκρυψαν το πιο σημαντικό: Αυτός δεν θα ήταν ο προορισμός κανενός. Τον χρησιμοποίησαν για να πάνε να διασκεδάσουν αλλού, στο δικό τους προορισμό.
Καλόκαρδος όμως και πάντα ελπίζοντας, δεν θύμωνε μαζί τους, κάνοντας υπομονή. Η ψευδαίσθηση του χρήσιμου που του παρουσίασαν και το πίστεψε, τον έκανε να μη μπορεί να δει τη πραγματικότητα. Άλλωστε τον γοήτευε το πρωτόγνωρο γιαυτόν γεγονός πως τον ήθελαν τόσοι πολλοί. Έτσι νόμιζε μέσα στη πλάνη του. Δεν τον ήθελαν, ούτε καν τον έβλεπαν με τη ταχύτητα που διέρχονταν. Παρόλα αυτά χαιρόταν, ειδικά τις ώρες της μεγάλης αιχμής. Τότε που συγκεντρώνονταν πολλά αυτοκίνητα και ελάττωναν τη ταχύτητά τους. Άναβε τότε τις φωτεινές πινακίδες που υπήρχαν μέσα του, καθοδηγώντας τους να είναι προσεκτικοί. Υπάρχει κίνδυνος ερωτικού ατυχήματος. Στο κάτω μέρος της πινακίδας έγραφε με μικρά γράμματα, σαν με δισταγμό, πως αν θέλει κάποιος μπορεί και να σταματήσει. Κοίταζε τότε με αγωνία μήπως δει καμιά πόρτα ν’ ανοίγει, αλλά μάταια. Έμεναν όλες κλειστές και δεν άνοιγαν ούτε όταν ακινητοποιούνταν τις μέρες που είχε μεγάλη συναισθηματική κυκλοφορία.
Γέμιζε τότε η σήραγγα από τις εκπομπές καυσαερίων πόθου που κουβαλούσαν όλοι τους, κάνοντάς τον να πνίγεται, να μην μπορεί ν’ ανασάνει. Σκοτείνιαζε και ο φωτισμός της σήραγγας δεν επαρκούσε για να ενισχύσει την ορατότητα της επιθυμίας τους. Όταν πια ο ξένος πόθος γινόταν αφόρητος, άρχιζαν να λειτουργούν οι τεράστιοι εξαεριστήρες της ψυχής του, σαν δυνατή εκπνοή αγανάκτησης, για να καθαρίζουν την ατμόσφαιρα. Τους είχε τοποθετήσει μετά από ένα μεγάλο ερωτικό δυστύχημα με πολλά θύματα και από τότε δεν τους αποχωριζόταν ποτέ. Η σχέση του μαζί τους είχε γίνει τόσο απαραίτητη όσο και η αναπνοή. Ξεκινούσαν να λειτουργούν αυτόματα χωρίς δική του παρέμβαση, όταν οι αισθητήρες τους ανίχνευαν έλλειψη αντοχής στο κίνδυνο ερωτικής ασφυξίας. Μερικές φορές θύμωνε και χειροκίνητα καθυστερούσε επίτηδες λίγο να τους βάλει σε λειτουργία, θέλοντας να τους δει, έστω και για μερικές στιγμές, να πνίγονται και αυτοί από τον ίδιο τους το πόθο. Οι διερχόμενοι γίνονταν τότε επιθετικοί, απαιτώντας από τη σήραγγα να παίξει το ρόλο που της ανέθεσαν. Το ρόλο του θεατή που είχε υποχρέωση μόνο να φιλοξενεί και να φροντίζει χωρίς να δικαιούται να συμμετάσχει. Μόνο αυτοί είχαν δικαίωμα στην απόλαυση, του φώναζαν με θρασύτητα. Ακριβώς όπως συμπεριφερόταν κάθε κοπάδι που ήθελε μόνο να βοσκήσει χωρίς να το ενδιαφέρει αν θα προσφέρει το γάλα του. Προφανώς δεν γνώριζε πως σε αντάλλαγμα της βοσκής θα πρόσφερε τελικά το κρέας του.
Πέρασαν χρόνια πολλά χωρίς ν’ αλλάζει κάτι στη ζωή του και πήρε τη μεγάλη απόφαση. Θα την έκλεινε τη σήραγγα. Τους βαρέθηκε όλους και τους σιχάθηκε. Κατάλαβε επί τέλους το παραμύθι που του φόρτωσαν και αγανάκτησε με τον εαυτό του. Ένοιωσε ηλίθιος κατανοώντας πως βρισκόταν και αυτός σε ένα διαφορετικό κοπάδι που τον χρησιμοποιούν οδηγώντας τον παραπλανητικά σε ύποπτης τροφής βοσκοτόπια σκέψης. Τη τροφή αυτή τη κατάπιε σχεδόν αμάσητη πιεζόμενος από την ερωτική του πείνα. Ο θυμός ήταν τόσος που προς στιγμή σκέφτηκε να τη κλείσει μόνος του τη σήραγγα και ξαφνικά. Δεν το τόλμησε. Ήταν αρκετά δειλός για να τα βάλει με τόσους πολλούς καταργώντας τη βολή που τους είχε συνηθίσει. Ίσως αν είχε βάλει συναισθηματικά διόδια θα μπορούσαν να διασχίσουν τη σήραγγα μόνο όποιοι είχαν το ψυχικό αντίτιμο.
Στην αρχή πίστεψε πως το κάνει από γενναιοδωρία. Αργότερα συνειδητοποίησε πως είχε αναλάβει και τη δική τους υποχρέωση των διοδίων. Ίσως για να τους δελεάσει και να τους καλοπιάσει. Δεν πήγαινε το μυαλό τους πως και αυτός τους χρησιμοποίησε με τον ίδιο τρόπο, επιμένοντας πως δεν οφείλουν τίποτα. Παρίστανε τον καλό που τα δίνει όλα χωρίς ιδιοτέλεια και χωρίς ανταλλάγματα. Στο τέλος όμως σχεδόν πάντα τους κατηγορούσε σαν αγνώμονες που δεν καταλαβαίνουν τη προσφορά του. Ειδικά αν δεν έκαναν αυτό που εκείνος θεωρούσε σωστό και καλό. Αυτός άλλωστε κατασκεύασε με τέτοιο τρόπο τη σήραγγα που να μην μπορεί να σταματήσει κανείς. Για την ασφάλειά τους ισχυριζόταν, στην ουσία για τη δική του. Ίσως και να προσπαθούσε να εξαγοράσει τις συνειδήσεις τους, δεν μπορούσε όμως να το διαχωρίσει. Η λάθος τακτική με αποτέλεσμα τη μοναξιά το κόστος της οποίας πλήρωνε τώρα, παριστάνοντας μάλιστα το θύμα. Θύτης ήταν στην ουσία αλλά δεν μπορούσε ακόμα να το διακρίνει καθαρά.
Μάλλον άκουσε το σύμπαν τις σκέψεις του και παρατηρώντας πως για πρώτη φορά συνομιλεί ειλικρινά με τον εαυτό του, θέλησε να τον βοηθήσει. Διαλέγοντας μια ώρα που δεν διερχόταν κανείς, επειδή γίνονταν προγραμματισμένες ψυχικές επισκευές, έκανε ένα μεγάλο σεισμό καταστρέφοντας την τελείως. Η χαρά που πήρε δε λέγεται. Όλοι αυτοί που τον θεωρούσαν δεδομένο έχοντας μόνο απαιτήσεις, κατάλαβαν για πρώτη φορά πόσο πολύ τον ήθελαν. Πόσο χρήσιμος τους ήταν στα ταξίδια της ζωής τους. Αυτή η σκέψη κράτησε μόνο λίγο. Έχοντας πάντα στο μυαλό τους το προορισμό και ανίκανοι ν’ απολαύσουν τη διαδρομή, βρήκαν άλλο δρόμο να ταξιδεύουν. Έβριζαν στην αρχή αγανακτισμένοι για τη ταλαιπωρία, μα γρήγορα συνήθισαν περιμένοντας να επισκευαστεί η σήραγγα. Γέλαγε χαιρέκακα γνωρίζοντας το τεράστιο ψυχικό κόστος της επισκευής και την απροθυμία του να ξαναζήσει το ίδιο.
Ξαπόστασε πια απολαμβάνοντας αυτή την περίεργη ησυχία που πλανάται μετά από σεισμό, όταν πρόσεξε πως ένα αυτοκίνητο περίμενε υπομονετικά και λυπημένα στη μισοκατεστραμμένη είσοδο. Τον ρώτησε και του εξήγησε πως είχε περάσει μέσα από τη σήραγγα αρκετές φορές βιαστικά θαυμάζοντάς τη, αλλά δεν είχε τολμήσει να σταματήσει ποτέ. Δεν μπορούσε να καταλάβει αν τον ήθελε. Παρόλο που κοίταζε με αγωνία μήπως του ρίξει μια ματιά, εκείνος ασχολιόταν με το πλήθος. Λυπόταν θεωρώντας αλαζονικό τον τρόπο του, αλλά δεν έλεγε τίποτε.
Τάχασε με αυτή την ανέλπιστη εξομολόγηση που τόσα χρόνια τη περίμενε αλλά χάρηκε. Του απάντησε γοητευμένος πως υπάρχει ένα μικρό δρομάκι που χωράει μόνο ένα αυτοκίνητο και πηγαίνει ακριβώς παράλληλα με τη σήραγγα. Θα του το έδειχνε και θα τον ακολουθούσε μέσα από τα συντρίμμια της για να τον φροντίζει επειδή ήταν λίγο δύσβατο. Χωρίς να το σκεφτεί ούτε μια στιγμή, και μόνο που θα έκανε αυτή τη διαδρομή μαζί του ξεκίνησε αποφασιστικά. Εκείνος φοβισμένος και δύσπιστος, τον κοίταζε μόνο από τις εξόδους κινδύνου μη πιστεύοντας πως αυτό που ζει είναι αληθινό. Κράτησε αρκετή ώρα η διαδρομή και μόνο στη τελευταία έξοδο κινδύνου πείστηκε πως σοβαρολογεί όταν λέει πως θέλει να είναι μαζί, διαφορετικά θα είχε γυρίσει πίσω. Τέλειωσε ο δρόμος και βγήκε από τη σήραγγα για να συναντήσει επί τέλους το πολυπόθητο όχημα. Στάθηκε ακίνητος κοιτάζοντάς το έντονα για λίγη ώρα, χωρίς να χρειαστεί να πει τίποτε. Θαρραλέα πια, έχοντας πειστεί πως τον θέλει, συνέχισε μαζί του το υπόλοιπο ταξίδι. Καθισμένος στη θέση του συνοδηγού, έχοντας περάσει το χέρι του στο διπλανό κάθισμα, κοίταζε γαλήνια τον ορίζοντα.