Το ποτάμι είναι μέρος ενός διηγήματός μου με τίτλο "Έκτορας". Πλανιέται μεταξύ της φαντασίας και της πραγματικότητας.
ΠΟΤΑΜΙ
Έβλεπε πως καιγόταν το σώμα του και η ψυχή του από επιθυμίες ανεκπλήρωτες, από πόθους ανομολόγητους. Νόμιζε πως ήταν από τη ζέστη που είχε σήμερα. Παραξενευόταν γιατί σήμερα η θερμοκρασία δεν ήταν μεγάλη και δεν μπορούσε να καταλάβει γιατί είχε τόση κάψα μέσα του.
Έβλεπε πως βρισκόταν σε μια παραλία, στην εκβολή ενός μικρού ποταμού. Δεν ήταν πολύ βαθύς, αλλά έτρεχε χειμώνα – καλοκαίρι μεταφέροντας το νερό από τις πηγές που υπήρχαν στο βουνό. Το νερό ήταν πολύ κρύο και οι περισσότεροι που ήθελαν να το διασχίσουν, προτιμούσαν να κάνουν μια μικρή παράκαμψη και να περάσουν από το σημείο που ενωνόταν με το θαλασσινό. Εκεί η θερμοκρασία του νερού ανέβαινε και δεν πάγωναν τα πόδια τους.
Ένα μικρό γεφυράκι ήταν μακριά και δεν βόλευε αυτούς που ήθελαν να το διασχίσουν για να κολυμπήσουν στη μεγάλη παραλία. Με τον όγκο του και τη δύναμη, που υπόσχονταν φροντίδα το βουνό, προσπαθούσε πείσει το νερό πως είχε την ικανότητα να το ζεστάνει, όσο ήταν μέσα του, μα εκείνο αρνιόταν πεισματικά. Παρέμενε παγωμένο, δεν πίστευε στη ψεύτικη και δελεαστική δύναμή του. Το ίδιο και ο Έκτορας, όποτε έβγαινε από την εστία που είχε μέσα του, πάντα υπήρχε ένα βουνό πρόθυμο να τον δελεάσει παραπλανώντας τον πως αν το εμπιστευόταν θα του ζέσταινε τη ψυχή. Σκέτη κοροϊδία : μετά από λίγο έρεε ολομόναχος, παρέα με τα ζώα και τα φυτά της κοίτης της ζωής του. Μόνο με αυτά ένοιωθε πως μπορούσε να συνομιλήσει και να επικοινωνήσει. Πολλές φορές στη ζωή του είχαν υπάρξει άνθρωποι έτοιμοι να του εγγυηθούν την αγκαλιά και τη δύναμη, όπως το βουνό, προδίδοντάς τον όμως και κάνοντάς τον ν’ απομακρύνεται με βιασύνη. Ό,τι ακριβώς έκανε το νερό με το βουνό: έβγαινε βιαστικά από τη πηγή αναζητώντας τον έξω κόσμο.
Ο Έκτορας χαιρόταν με το πείσμα του ποταμού, συνομιλούσε μαζί του, ένοιωθε πως είχαν πολλά κοινά σημεία. Πίστευε βαθειά μέσα του πως όσο έρεε το ποτάμι, σίγουρα θα συναντούσε τη μεγάλη αγκαλιά. Την αγκαλιά που ένοιωθε μέσα πως υπήρχε από ένστικτο ή βαθειά επιθυμία. Την αγκαλιά που του τη στέρησαν τα κάθε λογής βουνά που παρουσιάστηκαν στη ζωή του αλλά και στη ψυχή του. Έμαθε πια, με πολύ κόπο και πόνο, να μην εμπιστεύεται τα βουνά. Ας είχαν όγκο, ας έδειχναν δυνατά και μεγαλόπρεπα. Τις περισσότερες φορές που τα συνάντησε στη ζωή του πάντα συνοδεύονταν από αλαζονεία και υπεροψία, κάνοντάς τον να νοιώθει μόνος και λίγος. Δεν του επέτρεψε κανένα από αυτά τα βουνά, να ρέει γλυκά και ήρεμα προς το στόχο του. Όλα τα βουνά απαιτούσαν ακινησία που του την παρουσίαζαν σαν σταθερότητα. Δεν μπορούσε, του έλεγαν, να κάνει τίποτε άλλο από το να μείνει ακίνητος γιατί έτσι θα ησύχαζε. Στις επίμονες ερωτήσεις του για το πώς θα μπορέσει να ενωθεί με άλλους αν μείνει ακίνητος, εκείνα απαντούσαν πως η ένωση είναι αχρείαστη, σημασία έχει να είσαι μόνος σου. Και τότε η ψυχή του επαναστατούσε και φώναζε και λυπόταν. Έφευγε, μα έκλαιγε ρέοντας. Δεν ήθελε και δεν του έπρεπε να μείνει ακίνητος όπως το βουνό. Ήταν σίγουρος πως και το βουνό θα ήθελε να κινηθεί αλλά δεν το τολμούσε. Είχαν ακινητοποιηθεί προ πολλού τα πάντα μέσα του και προσπαθούσε, επιδεικτικά, με το βαρύγδουπο όγκο του, να πείσει και τον Έκτορα πως η ακινησία αυτή είναι η μόνη σωστή απόφαση προκειμένου ν’ αγαπήσει τη ψυχή του.
Έτσι παγωμένα ήταν και τα συναισθήματα του Έκτορα, σαν τα νερά του ποταμού. Τελικός του προορισμός όμως ήταν η θάλασσα, που ήταν γι’ αυτόν η μάνα, η γυναίκα και τελικά η όποια ζεστή αγκαλιά θα συναντούσε στη ζωή του, και θα του έδιναν απλόχερα αυτό που τόσο ποθούσε. Τον έρωτα. Με μια απλοχεριά που πολύ τη λαχταρούσε γιατί του την έδιναν πάντα λειψή, σαν να τη ζύγιζε κλέφτης και τσιγκούνης έμπορας. Έτσι τα ζύγιζαν πάντα τα βουνά αυτά που ήθελαν να δώσουν, γιαυτό δεν τα εμπιστευόταν.
Ο Έκτορας έβλεπε πως έμπαινε στο ποτάμι αργά και διακριτικά, αλλά και με πολύ σεβασμό. Σεβόταν την προοπτική που του υποσχόταν, ποθώντας να γίνει ένα μαζί του. Για να γίνει ακόμα πιο πειστικός και να το καλοπιάσει, βουτούσε και το κεφάλι του μέσα κρατώντας όσο μπορούσε την αναπνοή του, μήπως και το πείσει πως πραγματικά προσπαθεί πολύ να τον αποδεχτεί.
Καχύποπτα τον κοίταζε στην αρχή το ποτάμι, μη πιστεύοντας πως δεν τον ενοχλεί που είναι τόσο κρύο. Τον παρατηρούσε, τάχα αδιάφορα, αλλά του είχε κεντριστεί το ενδιαφέρον. Όση ώρα κρατούσε την αναπνοή του ο Έκτορας, ένοιωθε πιο ήσυχος που δεν τον έβλεπε το βουνό. Το παγωμένο νερό τον έκανε να νοιώθει πιο προστατευμένος από την εξωτερική αλλά και την εσωτερική κάψα Δεν την άντεχε πια. Είχε αγανακτήσει με αυτή τη κάψα γιατί δεν την είχε ζητήσει ποτέ του, δεν ήταν δική του, και του την είχαν φορτώσει όλα τα πολύξερα βουνά που είχε συναντήσει στη ζωή του.
Σαν όαση στην έρημο του φαινόταν το κρύο νερό. Με αγωνία παρακολουθούσαν τα φυτά της όχθης τη προσπάθειά του να πείσει το ποτάμι να τον δεχτεί˙ φώναζαν και οι βάτραχοι, μα ήξεραν πως ό,τι και να κάνουν, όσο και να προσπαθήσουν να πείσουν το ποτάμι, αν εκείνο δεν δει πως είναι αληθινές οι προσπάθειες του Έκτορα, δεν υπήρχε περίπτωση να ακούσει κανέναν.
Έξαλλο γινόταν το βουνό που ο Έκτορας προτιμούσε πιο πολύ το ποτάμι και για να τον δυσκολέψει ακόμα περισσότερο, του έστελνε πιο κρύο νερό, λειώνοντας χιόνι που είχε στις ράχες του, και τότε ο Έκτορας πείσμωνε ακόμα περισσότερο, κρατώντας πιο πολλή ώρα την αναπνοή του, κάνοντας το βουνό να νοιώθει πως χάνει το παιχνίδι. Όπως και έγινε.
Ξαφνικά η ορμή του ποταμού άλλαξε, έγινε πιο γλυκιά και πιο δεκτική, κάνοντας τον Έκτορα να βγάλει δειλά το κεφάλι του στην επιφάνεια. Άρχισε να το καταλαβαίνει από τις μικρές πετρούλες του βυθού, που ενώ του πόναγαν τα πόδια μέχρι τώρα όταν τις πατούσε, τις ένοιωθε πια σαν να του τα χάιδευαν και να κινούνται κάπως πιο ρυθμικά ακολουθώντας τα βήματά του. Σαν να τον σκουντούσαν, σαν να προσπαθούσαν να του πουν κάτι.
Το πήρε το μήνυμα ο Έκτορας και άρχισε να επιπλέει και ν’ αφήνεται στη ροή του ποταμού που ακόμα, παρόλο που έρεε, δεν τον παρέσυρε. Ήταν η τελική δοκιμασία που του έβαζε το ποτάμι, ήθελε να δει αν θα διατηρούσε και τώρα, που άρχιζε να τον αποδέχεται, το σεβασμό και τη σεμνότητα που άρμοζε στο ποτάμι της ζωής του, ή θα έβγαζε αλαζονεία και υπεροψία. Έχοντας πια έξω το κεφάλι δεν τολμούσε ακόμα ν’ ανασάνει ο Έκτορας, από την αγωνία του.
Οι βάτραχοι και τα φυτά κοίταζαν ακίνητοι και σιωπηλοί, περιμένοντας ανήσυχα την απόφαση του ποταμού. Και τότε το ποτάμι άρχισε σιγά – σιγά να παρασέρνει το Έκτορα, κάνοντάς τον να ανασάνει βαθειά με ανακούφιση. Τον παρέσερνε στο πιο όμορφο ταξίδι της ζωής του, ένα ταξίδι γαλήνιο, ήρεμο γεμάτο ελπίδα και προσμονή.
Όταν άρχισε ν’ αλλάζει η θερμοκρασία του νερού, κατάλαβε πως το ποτάμι τον είχε ενώσει με τη θάλασσα. Με αργές κινήσεις πάτησε στον αμμώδη βυθό της γυρίζοντας να το κοιτάξει. Όταν κατάφερε να το δει, όσο πήγαινε το μάτι του, υποκλίθηκε λέγοντάς του ένα μεγάλο ευχαριστώ. Τα βατράχια άρχισαν να ξεφωνίζουν σαν δαιμονισμένα από χαρά και ένα μικρό ξαφνικό αεράκι έκανε τα φυτά της όχθης να λικνίζονται αγκαλιασμένα, προσπαθώντας να μιμηθούν το χορό των νικητών μετά από σημαντικό αγώνα.
Τα κοίταζε συγκινημένος ο Έκτορας, και το πανδαιμόνιο που έκαναν οι βάτραχοι, αυτός το άκουγε σαν γλυκιά μελωδία. Άστραψε και βρόντηξε το βουνό. Σύννεφα και κεραυνοί φαίνονταν πάνω του, μα δεν τον τρόμαζαν τώρα πια. Ένοιωθε τόση σιγουριά στην αγκαλιά της θάλασσας που κοίταζε το βουνό όχι πια με θυμό ή φόβο, αλλά με κατανόηση και συμπόνια για τη δύσκολη ζωή που είχε διαλέξει. Γαλήνεψε η ψυχή του μέσα σ’ αυτή την αγκαλιά και έσταζε μέλι το βλέμμα του.
Η αγκαλιά αυτή ήταν η ίδια η ζωή που τόσο καιρό τον είχε αφήσει μόνο και που όσο βρισκόταν μέσα στα βάθη της πηγής του, την φανταζόταν σαν όραμα. Τώρα πια αυτό ήταν η πραγματικότητά του.