Το κάλεσμα της παράνοιας(μέρος 2ο)
-2-
Το σκοτάδι πύκνωνε όλο και περισσότερο γύρω του. Σε λίγο δεν θα μπορούσε να ξεχωρίσει ούτε τους τοίχους που τον περιέβαλαν. Είχε ξυπνήσει απότομα με ένα κακό προαίσθημα. Είχε δίκιο. Κάτι υπερφυσικό συνέβαινε. Καθώς προσπαθούσε να καταλάβει τι ακριβώς γινόταν, κρύος ιδρώτας τον περιέλουσε κοιτάζοντας το φεγγάρι από το παράθυρο του. Το σκοτάδι τον τύλιγε, τα πάντα μαύριζαν και το μόνο που μπορούσε να διακρίνει ξεκάθαρα ήταν το φεγγάρι. Είχε πανσέληνο και φαινόταν καθαρά. Θα μπορούσε να πει κανείς ότι ήταν το μόνο πράγμα που φαινόταν καθαρά, λες και με κάποια μυστηριώδη δύναμη απομυζούσε την αντανάκλαση φωτός από κάθε άλλο πιθανό αντικείμενο.
Είχε ένα περίεργο χρώμα. Δεν ήταν κόκκινο αλλά ούτε και ροζ, φαινόταν σαν να ήταν σκεπασμένο από αίμα. Αίμα που έρεε στην επιφάνεια του, όπως ένα αργό ποτάμι πραγματοποιεί εκείνες τις αργές παλμικές κινήσεις στις όχθες του. Ο Νίκος ήθελε να σταματήσει να το κοιτάζει αλλά δεν μπορούσε, τον είχε υπνωτίσει. Τότε κατάλαβε την αλλαγή μέσα του. Όπως βλέπεις σε μια ταινία ένα δένδρο να εξελίσσετε από σπόρος σε ψηλό γεροδεμένο βλαστάρι, έτσι ένιωθε και αυτός. Μπορούσε να διακρίνει τις τριχωτές επιφάνειες του σώματος του να πολλαπλασιάζονται και να καλύπτουν σχεδόν όλο του το σώμα. Ένιωθε ότι τα δόντια του δεν χωρούσαν πλέον στη στοματική του κοιλότητα. Ολόκληρο το μυϊκό του σύστημα βρισκόταν σε υπερένταση καθώς έβλεπε τους μύες του να αναπτύσσονται με εξωπραγματικό ρυθμό. <<Να και κάτι καλό>> σκέφτηκε σε μια στιγμή παράνοιας, την οποία ακολούθησαν πολλές άλλες στις οποίες έβλεπε τον εαυτό του να σκοτώνει ότι ζωντανό έβλεπε μπροστά του.
Εκείνη τη στιγμή του φαινόταν ότι ποιο φυσιολογικό υπήρχε στον κόσμο. Βαθιά μέσα του όμως κάτι ξύπνησε. Η ανθρώπινη φύση του, του υπενθύμιζε να μείνει άνθρωπος και να αντισταθεί σε αυτήν την αλλαγή που βιαία προσπαθούσαν να του επιβάλλουν. Δεν ήταν όμως εύκολο πράμα. Εκείνη τη στιγμή δεν το θεωρούσε καν εφικτό. Το φεγγάρι ήταν ο αφέντης, στον οποίο έπρεπε να υπακούσει. Με μια τελευταία υπεράνθρωπη ψυχική προσπάθεια κατάφερε να παραμερίσει τα πρωτόγονα ένστικτα που τον είχαν κυριεύσει και να αποσπάσει το βλέμμα του από το κατακόκκινο φεγγάρι. Με τη μια τα πάντα μαύρισαν και έπεσε αναίσθητος.
(συνεχίζεται)