Πέτρινη μέρα.
Φως που παγώνει τα μάρμαρα
αχνίζοντας την πρωινή δροσιά
και στέλνοντας την ομίχλη
στην καρδιά τους.
Χώμα στις άκρες της προσπάθειας,
σκαρφαλωμένο στ’ αγριόχορτα
που πεθαίνουν από δίψα.
Πέτρα που ονειρεύτηκε
να λάμψη και να τιμηθεί.
Μα το καλέμι την αρνήθηκε
με πείσμα, προτιμώντας το μάρμαρο.
Σχιστόλιθοι που μπήκαν
ανάμεσα σε μάρμαρα και πέτρες,
ίχνος χλωμό και κείμενο
κάποιας Δημοκρατίας,
να μην αντιπαλότητα,
λάξευση – σκοπιμότητα,
αλλοιώσουν το πραγματικό
και σπάσουν την Αλήθεια.
Προσπελάσιμες ιδέες καταφθάνουν
να μεσολαβήσουν.
Διαφωνούν πριν αρχίσουν
κι’ αποσύρονται.
Δεν επήλθε συμφωνία.
Τα Μάρμαρα κυβερνούν.
Ποτέ στην πέτρα,
που τους θυμίζει
τα πόσα κάστρα,
τα πόσα τείχη,
πόσα οχυρά,
γέμισαν τις σελίδες.
Στήθια υψωμένα στην Ιστορία
που δεν ξεχνά..
Αγκαλιές βουνών
που μεγάλωσαν την Δάφνη,
προσμένουν..
Και η Γη να προσπαθεί πάντα.
Με την προσπάθεια αποτυπωμένη
στους σταυρούς με τα άπειρα
ονόματα...
που υψώνονται σε κάθε μνήμα,
σε κάθε κρεβάτι
που ο πόνος ο τελευταίος,
εμποδίζει το χέρι
να σηκώσει το ποτήρι,
που ολόκληρη ζωή
προσπαθούσε να γεμίσει
για να ξεδιψάσει…
Με τους ίδιους σταυρούς
που είναι χαραγμένοι
σε κάθε Ιστορία
σε κάθε πλάνο
σε κάθε προσπάθεια
σε κάθε ιδέα
σε κάθε θυσία
σε κάθε πορεία.
Κι’ αυτοί αγέρωχοι,
αποδιωγμένοι μα ελεύθεροι
να κοιτούν από ψηλά
τη θαλασσοχάντρινη σφαίρα
να γυρίζει..
να προσπαθεί..
αγκομαχώντας πάντοτε
να υψωθεί για να τους φτάσει,
να τους συναντήσει.
Μα το απρόσμενο πάντα
να χαλάει την προσπάθεια
την ύστατη στιγμή,
τσαλακώνοντας και βγάζοντας
απ’ τη θέση της
κάποια σελίδα,
αποτρέποντας έτσι
το κάθε αίσιο..
Κι’ η Ιστορία να παραμένει
πάντα ατέλειωτη, βασανισμένη
κι’ αγχωμένη,
κοιτώντας με καρτερία
το ποτήρι που ποτέ δεν γεμίζει,
γιατί κάποια πέτρα
με περιτύλιγμα σφάλματος,
πάντα απρόσεκτα ή επιτηδευμένα,
θα ταράξει την επιφάνεια
και θα το ξεχειλίσει,
σκορπίζοντας την προσπάθεια,
πριν ολοκληρωθεί
το ευτυχισμένο τέλος
της γλυκιάς προσδοκίας
των λαών, που αγωνιούν
να φθάσουν,
να διαβούν την ανοιχτή πύλη
των ονείρων τους.
Και κρατώντας τις λευκές καρδιές τους
στα χέρια τους,
απαλλαγμένες από κάθε αίμα,
ν’ αγκαλιάσουν την ευδαιμονία
την αιώνια, που τους προσμένει
εκεί ψηλά – βαθιά – μακριά..
Εκεί που ελπίζω κάποτε
να συναντηθούμε.
Νίκος Στυλιανού