Τα βότσαλα στην αμμουδιά χαλάνε το τοπίο γιατί τα πόδια μας πονάν, γι’ αυτό κι η θάλασσα συνέχεια τα χαϊδεύει ωσάν παιδιά της, να πολλαπλασιάζονται, να μικραίνουν, μέχρι τον τελευταίο αισθητό σεισμό,
Τα βότσαλα στην αμμουδιά χαλάνε το τοπίο γιατί τα πόδια μας πονάν, γι’ αυτό κι η θάλασσα συνέχεια τα χαϊδεύει ωσάν παιδιά της, να πολλαπλασιάζονται, να μικραίνουν, μέχρι τον τελευταίο αισθητό σεισμό,
άμμος χρυσή να γίνουν,
μαύρη να γίνουν άμμος,
να γίνουν κόκκινη άμμος.
Ν’ απλώνονται οι ωκεανοί σε επιφάνειες ευέλικτες και λείες, μεγέθη απόλυτα, ιδανικά, που η φύση προτιμά, που ο άνθρωπος προτιμά, να τρέχει πάνω και κάτω απ’ το νερό, ωσότου υπάρχει. Έτσι κι εσύ, της φύσεως γόνος όντας, στο σύστημα υποτάσσεσαι, κι όταν στον κοινωνικό σεισμό τραντάζεσαι,
χρυσάφι η συνείδηση γίνεται,
πετρέλαιο γίνεται η συνείδηση,
γίνεται η συνείδηση πάθος.
Οι αμμουδιές τέλειες είναι, άνθρωπε. Να το πιστέψεις. Θωπεύω απόψε το όνειρό σου, αρχέτυπες, έγχρωμες εικόνες να παράξεις. Να δεις σε βότσαλα πως κάνουμ’ έρωτα για να αναπαραχθούμε, να νιώσεις την αλήθεια. Αλλά έπειτα μην κλάψεις. Κανείς στη φύση ανθρακικός δεσμός δεν στεγανοσφραγίζεται. Καθώς αποδομείσαι, θηλαστικό ον, η συνείδηση τη φύση ξεπερνάει,
να γίνεται ο έρωτας φωτιά,
ο έρωτας να γίνεται πόνος,
και αίμα ο έρωτας να γίνεται.
Ελεύθερος ο άνθρωπος κι αδέσμευτος δεν αντέχει, μην κλάψεις τον πόνο να αποβάλεις, μην τρέξεις τα πέλματα στη λήθη της άμμου να βυθίσεις, μην αγγίξεις το λειωμένο δέρμα της σήψης των καιρών για τελευταία φορά, όλα αυτά μην τα κάνεις, για να θυμάται ο εγγονός του εγγονού του εγγονού σου πώς σφάλαμε και τα πάντα στης γης την επιφάνεια έγιναν της ερήμου σκόνη ζεστή, που παρέχει φροντίδα και αγάπη περίσσεια,
να γίνονται οι κοινωνίες των τερμιτών,
οι κοινωνίες να γίνονται των μελισσών,
των κατσαρίδων τα μιλιούνια να γίνονται.