Έμελλε ν’ ανοίξει η βροντή τον δρόμο
για να τρέξει η μπόρα
και να κυλιστεί στις πέτρες,
που κάθονταν στο χώμα
και στα μπρούτζινα πόμολα
πούκλεισαν γρήγορα τις πόρτες των σπιτιών,
να μη βραχεί η γιορτή
των ενοχλητικών γενεθλίων
και σβήσει το μάταιο κερί,
που’ ταν στερεωμένο – ετοιμόρροπο,
στην γλυκιά τούρτα.
Έμελλε να βρεθώ στον δρόμο,
βαδίζοντας στο μουσκεμένο χώμα,
όταν στεφάνωσε το δάκρυ μου με την σταγόνα.
Και τότε άρχισα να κλαίω,
για το μυστήριο γύρω μου το άχραντο,
που σήκωσε το σύννεφο το χαμηλό,
παίρνοντας όλο το γκρίζο μαζί του
κι’ αφήνοντας την δροσιά του ανέμου,
μόνη κι’ απείραχτη,
προσκαλώντας τις ηλιαχτίδες,
στο παιχνίδι που γεννιόταν άβαφο, κι’ αφτιασίδωτο.
Συνέχισα να παραδίδω τα βήματα μου,
στην απεραντοσύνη του μικρού κόσμου,
ώσπου σταμάτησα για να πλυθώ
στην πηγή με το γλυφό μαρμάρινο λαγούμι,
που σκύβοντας επάνω του,
αντίκρισα το Θείο ζευγάρωμα
της υδρογόνου δροσιάς,
με τ’ οξυγόνο της ζωντανής αναπνοής.
Κι’ άρχισα να κλαίω και πάλι,
αυθόρμητα, αθέλητα,
παραμερίζοντας τις φτέρες τις υγρές,
που με γνώρισαν, κι’ άρχισαν να χαμογελάνε.
Έμεινε στα χέρια μου ένα τόσο δα μικρό σαλιγκάρι,
που άθελα μου, του’ κοψα την πορεία
ν’ ανέβει στην πηγή να πιεί,
για να με φτάσει.
Κάθισα μαζί του και συζήτησα.
Προσπάθησα ν’ απαλύνω τον φόβο του,
ώσπου ήρθε το φεγγάρι μισό,
πάνω από το κεφάλι μου
ρίχνοντας ψήγματα ασήμι,
φωτίζοντας αμυδρά τα φυλλώματα,
να περάσω, για να βρω το άλλο πρωί
τον ήλιο που αναζητούσα
και να τον παρακαλέσω να ζήσω πια κοντά του.
Νίκος Στυλιανού