Κοίταξα γύρω. Αετός χαμήλωνε ή Γύπας ;
Βλέμμα-καρδιά-αίμα κυλούν, αργά να σταματήσουν.
Μένουν τα βλέφαρα ανοιχτά, φλέβα που σταματάει,
βλέμμα που πέφτει και θαμπά, χάνεται λες και πάει..
Όνειρα που σκορπίζονται, σκόρπια γυαλιά στο χιόνι.
Σκληράδα θέλει και οργή, απάντηση ετούτη.
Γιατί, το πως είναι νεκρός ;
Σκόνη στο δάκρυ το υγρό, βελόνα αίμα στάζει..
Και χέρι που’ ναι ακίνητο, ψυχρό και νικημένο..
Χέρι που πάλεψε σκληρά, με αίμα ξεραμένο..
Μήπως δουλειά ; Μήπως στοργή ; Μήπως αυτός ;
Μήπως αυτή ; Μάνα ή πεπρωμένο ;
Τότε γιατί γεννήθηκε ; Τότε γιατί λυπήθηκε ;
Τότε γιατί από χαρά έκλαψε αναστεναγμό,
γιατί βασανισμένο ;
Νιός είκοσι δυό χρονών. Χωρίς τον Βουκεφάλα.
Αυτόν που θέλησε χαρά – τόλμη και δύναμη μαζί,
να τον καβαλικέψει.
Και να καλπάσει στ’ όνειρο. Ζωής ελευθερία.
Χωρίς τα πόδια ποτιστούν, στου βούρκου υγρασία.
Βούρκος ζωή κατάντησε.. Καμία σημασία..
Τριτοετής, για δες σπουδές, και πάλι Βουκεφάλα.
όμως μείναν ατέλειωτες. Ψυχρά, θολά, βράδια άδεια..
Που να σταθώ ; Που δίπλωμα, ζητούσανε κι’ οι πόρνες ;
Που βρω στοργή και δύναμη, με σύριγγα στο χέρι ;
Σύριγγα λένε τη Ζωή, καλέ μου Βουκεφάλα..
Αυτήν την πλάνα, την θολή κι’ υπόσχονται τα πάντα..
Αλλοίμονο με γέλασαν. Φταίω κι’ εγώ, το ξέρω.
Το ξέρω που σε άφησα, κατέβηκα απ’ τη σέλα.
Τώρα που ζεις, εγώ νεκρός.
Παρέα γη με θέλεις ;
Τουλάχιστον δες, μην αρνηθείς. Έχω πια τα προσόντα.
Δίπλωμα πια έχω Νεκρού, χωρίς αποτυπώματα.
Πάρε με Γη, ελπίδα μου, στου χάρου τα πατώματα.
Νίκος Στυλιανού