ξέρω ότι πενθείς
ένα χαμένο απόγευμα
που λησμονήθηκες
ως κι απ’τον εαυτό σου
δίπλα στην εκδίκηση
προσθέτεις τώρα και την απρονοησία
αλλά δεν πρέπει
γιατί δεν ήσουν προετοιμασμένος
για κείνο το άνοιγμα του ονείρου
μονάχα φρόντιζες στοργικά
το εγώ της μοναξιάς σου
ξέρω ότι νοσταλγείς
ένα πρωινό της χάδι
ένα φιλί της στα μαλλιά σου
κι έγινες ένα με τα δάκρυά σου
νωχελικά όπως σβήνουν πλένοντας
το άμορφο του προσώπου σου
κι ήσουνα πάντα δέσμιος της πλάνης
ότι θα υπάρχει πάντα το «αύριο»
να ξεχρεώσει το «σήμερα»