Στο πεζούλι της Ιστορίας
σας βλέπω πάλι μπροστά.
Στην καγκελόπορτα εκεί.
Μαρία-παρούσα!
Κώστα-παρών!
Ελένη-παρούσα!
Στέλιο-παρών!
Ανδρέα-παρών!
Βασιλική-παρούσα!
Ματωμένους, θυμωμένα παιδιά.
Μ’ ένα πένθιμο τσιγάρο στα χείλη,
καμπάνα παντελόνι, λερωμένο
με χώματα αγιασμένα.
Ένα χακί αμπέχωνο περασμένο
απάνω σας στρατιώτες
την ιερή ώρα,
σας στράτευσε το Ψωμί,
σας ετοίμασε η Παιδεία,
σας αγάπησε η Ελευθερία.
Μα και θλιμμένοι, χαμογελούσατε!
Έπειτα...
Σηκωθήκατε, ξεσκονίσατε τη σκόνη
που σας κάθισε ο χρόνος
και μαζέψατε το Διομήδη,
που’ταν μπροστά σας πεσμένος,
στο δεντράκι γερμένος,
ακόμα με μάτια ανοιχτά.
Με την παλάμη στον ώμο:
«Έλα σήκω, πάλι».
Τον στήσατε όρθιο.
Σταθήκατε μπροστά μου.
Η φωνή σας-μα την αλήθεια-
μου ιστορεί:
«Είμαστε μέσα,
με τα σκυλιά απέξω ν’ αλυχτάνε.
Μα δε φοβηθήκαμε,
Έξοδο κινδύνου ετοίμαζε
ο Οδυσσέας.
Πυρά στα φυλλάδια έχυνε
ο Ρήγας.
Τροφή μας έφερνε σε λαδόκολλα
η Μπουμπουλίνα.
Μας ψύχωνε με λόγο
ο Κολοκοτρώνης.
Και παρά’ κει τραγουδούσε
ο Ξυλούρης.
Και εσείς δεν είσαστε μόνοι».
Έπειτα πήρατε
τα στενά και απλωθήκατε στην πόλη.
Σας έκρυψε καλά η νύχτα!
Τριακοστή έβδομη νύχτα
κι απόψε.
Και απέμεινα να σας μετρώ
από καρδιάς.
Στη θέση σας.
Μπροστά στην καγκελόπορτα.
Κίρκη