θα κανουμε μαζι μια μικρη αναδρομη στην ιστορια μας,
οταν αφησαμε τα οπλα μετα το 1821 ,
κ κοιταξαμε να βαλουμε μια ταξη στο σπιτι μας,
που το ειχαν λεηλατησει,
ξαναπηραμε τα οπλα κ τσακωνομασταν μεταξυ μας, για το στήσιμο του νεογεννημενου κρατους μας. Πηραμε τα οπλα κ τα στρεψαμε ενατνιον ο ενας του αλλου.
Καταφεραμε να στησουμε, ενα κρατος, μετα απο πολυ αδελφικο αιμα. Κτυπησαν τοτε οι ακτινες του ηλιου πανω σε ενα παλιο ενδοξο μερος,
που κ παλιν, σε αυτό, υπηρχαν εμφυλιοι,
κ ο αδελφος να κακομεταχειριστεί τον αδελφο. Σπαρτη κ Αθηναιοι,
Μακεδονες κ Θηβαιοι. Υπηρχαν κ λαμπρα διαλειμματα πολεμων, που αυτος ο λαος, αφηνε τα οπλα κ ξαναπιανε στα χερια του το χαρτι κ το καλαμαρι κ ελεγε εδω θα φτιαξω υδατοφρακτη , εδω θα φτιαξω μια γεφυρα, εδω ενα σχολειο,
κ κουτσα στραβα πορευοταν οπως οι αλλοι λαοι, κ ανέβαινε την σκαλα της προοδου.
Κ μετα οι μαυρες στιγμες πολεμων, απελευθερωσης, εμφυλιων, εξοριας, διωγμων, εκτελεσεων,
ετσι που ελεγες δεν υπαρχει δικαιοσυνη κ θεος, κ σηκωνες το κεφαλι σου ψηλα: «καπου εκει πανω δεν μπορει,
μπορει να υπαρχει καποιος, καποια δικαιοσυνη» ελεγες με παραπονο,
κ του γυριζες την πλατη,
κ μετα παλιν του ελεγες συγνωμη, ξέροντας ότι θα σε συγχωρουσε,
γιατι ο Θεος ειναι κατ’εικονα σου- αν υπαρχει θα εχει ομορφα χαρακτηριστικα, αν παλιν δεν υπαρχει, θα τον εφτιαχνες ετσι, με το μυαλο σου, που θα ειχε τα πιο ομορφα ανθρωπινα χαρακτηριστικα.
Στην πραγματικοτητα προσκυνούσες την καρδια σου.
Κ συνεχισες να προχωρας. Τωρα, αφου αρχισες κ τα βρισκεις μεταξυ σου κ με το κρατος,
τωρα που ειπες να σηκωσεις λιγο κεφαλι,
δωστου μια, κ κατραβελιστηκες κατω στην κατηφορα. Ηλθαν οι ξενοι κ «οι δικοι μας», κ σου εκαναν οικονομικο πολεμο, κ τωρα προσπαθεις να ξανασηκωσεις κεφαλι.
Κ παλιν σηκωνεις το κεφαλι σου στον ουρανο, προς τα κει που ειναι ολα αγαπη, κ δεν μπορεις να πιστεψεις το τι γινεται στον κοσμο. Δεν το χωρα το ανθρωπινο μυαλο ολη αυτην την αδικια που γινεται παντου. Ο πλουσιος να θελει να παρει κ άλλα,
κ ο φτωχος, ο αστεγος, ο προσφυγας πολεμων, τα παιδια,
τα παιδια σε κοιτουν με ενα μεγαλο ερωτηματικο·
-Γιατι να χαθει το αδελφακι μου στον πολεμο; γιατι να πνιγει στη θαλασσα;
Κ τα αθωα τους μάτια γεμιζουν ενα μεγαλο γιατι, κ καμια φορα κλαινε,
κ γυριζουν το κεφαλακι τους στους γονεις τους. Κ βλεπουν τους γονεις τους να κλαινε το ιδιο,
ετσι που ολα φαινονται τοσο φτηνα,
τοσο ξεπεσμενα. Αφου δεν εχεις αλλο τι να κανεις, γυριζεις το κεφαλι σου ψηλα κ τον ψαχνεις, κ του λες: Που εισαι;
Μα παλιν το μετανοιωνεις, που εστω κ για λιγο αμφισβήτησες την παρουσια του,
του λες ενα ευχαριστω ,
κ πηγαινεις στην μιζερη πραγματικοτητα που δειχνει να μην εχει μια λυση, ενα τελος,
γιατι γνωριζεις οτι η μιζερια φερνει μιζερια, κ η επομενεη μερα θα ειναι χειροτερη απο την σημερινη.
Κ το γνωριζεις οτι η επομενη μερα θα ειναι χειροτερη,
ομως γυριζεις το κεφαλι σου εκει ψηλα,
κρατας την καρδια σου με το ενα χερι, κ το αλλο το σηκωνεις στον ουρανο κ προσπαθεις να ακουμπησεις καπου,
να νιωσεις ενα αγγιγμα, ενα χαδι, κ ομως τιποτε. Κατεβαζεις το χερι απο τον ουρανο, κ μενεις μονο με το χερι σου στην καρδια σου ακπουμπησμενο. Κ χαιδευεις το κεφαλι του υιου σου που ηταν διπλα σου, καπου εκει σε ενα συνοικισμό αντισκήνων. Κ ο υιος σου επειδη ισως τον ακουμπησες νιωθει τοση σιγουρια, που κανει ακριβως το ιδιο μαζι σου: κοιταζει κ αυτο τον ουρανο κ δειχνει ενα πουλι που πετα·
κ σκεφτεσαι οτι, Αυτος ,δεν μπορει να ελθει ο ιδιος κ στελνει τους αντιπροσωπους του. Αν ειναι ετσι, ολα εδω πανω ειναι αντιπροσωποι Του.
Συνεχιζεις να κοιτας τον ουρανο, να εχεις τον υιο σου αγκαλια κ να κοιταζεται τον ουρανο μαζι. Να κοιταζεται τα πουλια που πετουν στον ουρανο.
Πιο κατω, το βιβλιο της ιστοριας μας, συνεχιζει να καταγραφει την ιστορια αυτου του τοπου,
αυτων των τοπων,
που αλλες φορες μεταξυ μας εχουμε γαληνη, αλλες φορες πολεμους, αλλες φορες ερχονται απ’εξω κ μας πολεμανε,
κ παντα γυριζουμε το κεφαλι μας ψηλα κ τον αναζητουμε. Τον αναζητουμε σαν αγαπη,
η μεγαλυτερη αξια της ζωης μας,
κ που παντα ολο κ καποιο σινιαλο θα μας στειλει. Που ακομα κ να μην υπαρχει,
υπαρχουν ολες αυτες οι σημαδουρες του εδω γυρω,
που περιπλανιουνται πανω στη γη κ ψαχνουν να βρουν την αγαπη. Ισως κ να μην ψαχνουμε την αγαπη, να μας ψαχνει αυτή. Συνεχως, εμεις οι ανθρωποι, να της ξεφευγουμε, κ αυτη συνεχεια να στηνει εμποδια εμπρος μας, να μας στελνει τα σινιάλα της.
Κ το βραδυ, οταν πανε για υπνο, ριχνουν μια τελευταια ματια στον σκοτεινο ουρανο,
ετσι πριν πεσουμε για υπνο- ουτε σημερα δεν ηλθε-,
μονο εκει πανω οι αντιπροσωποι του. Τα αστρα. Τα σινιάλα.
αναμεσα απο τις φυλωσιες,
σαν να παιζει κρυφτο μαζι μας. Ελα να με βρεις!
καμια φορα σαν τραγουδιστης αναμεσα απο τις φυλωσιες. Τα σινιαλα!
ενας τραγουδιστης.
ροζα, Μητροπανος,
κ η ομορφη νεολαια αυτης της χωρας. Τα σινιαλα!