Συναντηθηκαν τυχαια καπου στον δρομο. Ο ένας ερχοταν από ανατολη, ο άλλος από δυση.
Συναντηθηκαν μαζι κ πηγαν προς το βορρα η προς το νοτο.
Ηταν παντα μαζι, μεχρι που συναντησαν κατι. Αυτό το κατι ηταν κατι θαμπό,
παρολα αυτά ηταν ικανο να τους διαχωρισει. Τους διαχωρισε.
Πανω σε αυτό το κατι κτιστηκε μια αυτοκρατορια. Του Τζεκις Χαντ, του Καισαρα, του Μεγα Αλεξανδρου, η αυτοκρατορια των Φαραω, η Αμερικανικη αυτοκρατορια, η Ευρωπαικη αυτοκρτορια. Σε αυτόν τον κοσμο όλα πεθαινουν, ετσι πεθαναν κ αυτές.
Ξανασυναντηθηκαν οι δυο φιλοι μας, γεροι πια. Κ δεν θελω να το παιξω σαπουνοπερα, αλλα η σκηνη της συναντησης ηταν συγκινητικη. Ηλθαν κ τα ΜΜΕ. Ομως δεν θελω να μεινω εκει, δεν θελω να εστιασω την προσοχη μου εκει. Θα παω λιγουλακι παραπερα.
Θα εβαζα τιτλο στη ιστορια μου το: «Κυπρος». Δεν θα το βαλω όμως.
Υστερα σκεφτηκα να βαλω τιτλο: «Γη». Δεν το εκαμα. Παντου γυρω μου ερειπια, ετοιμορροπα σπιτια να πεσουν πανω μας κ να μας σκοτωσουν ολους, παντου αχορταγα στομαχια απληστιας. Η ακολαστη ηδονη της δυναμης, της εξουσιας, του πλουτου. Παντου γυρω μου,
ένα τιποτενιο ανθρωπακι.
Εβαλα τιτλο «Ανθρωπος». Λιγοι θα με καταλαβουν, σχεδον κανενας. Εκει εξω ζει μονο η αθανασια. Ανθρωποι που πιστευουν ότι θα ειναι εδώ για παντα. Πιστευουν ότι ο θανατος είναι κατι εξω από αυτους, τα γηρατεια ειναι εξω από αυτους, η φθορα της ζωης είναι εξω από αυτους . Είναι αθανατοι. Ετσι είναι πολύ δυσκολο να πεισω τον απλο πολιτη, τον κοινο πολιτη, ότι δεν είναι ετσι η καταστασης. Ο κοινος πολιτης είναι ο κοινος ανθρωπος, αυτος που σχολνάει από τον δουλεια του κ καθεται στη τηλεοραση, αυτός που διαβαζει εφημεριδα, αυτος που καθεται στα μπαρ κ πινει την μπυρα του, αυτος που πινει τον καφε τους στις πλατειες, αυτος που ερωτευεται, αυτος που είναι αρχηγος κομματος, αυτος που είναι προεδρος της χωρας, ο πλανηταρχης, κ αυτος απλος κοινος πολιτης. Ειμαστε ολοι απλοι, απλουστατοι πολιτες ενός κοσμου, που νομιζουμε ότι είναι αθανατος.
Εκει εξω ζει μονο η αθανασια. Ο θανατος εχει πεθανει.
Ετσι είναι δυσκολο να με καταλαβεις, γιατι υπαρχει μονο ο Θανατος. Τιποτε άλλο.Μονο αυτος. Δεν θα με καταλαβεις. Δεν θα καταλαβεις γιατι εβαλα τιτλο: «Ανθρωπος»,
δεν υπαρχει τροπος να σου το δωσω να το καταλαβεις,
γιατι με τα ιδια σου τα χερια εχεις στραγγαλισει τον Θανατο ,
κ τωρα κειται στα ποδια μου πεθαμενος. Ασαλευτος. Τον εχεις στραγγαλισει,
κ ο Θανατος ηταν ο καλυτερος μου φιλος. Σου κανει εντυπωση. Ο Θανατος, ο καλυτερος μου φιλος.
Δεν θα με καταλαβεις. Εβαλα τιτλο: «Ανθρωπος»,
μπορει κ να κινηθεις ακομα εναντιον μου. Το πιο σιγουρο είναι ότι θα κινηθεις εναντιον μου με αγριες διαθεσεις. Θα το κανεις , δεν εχεις άλλη επιλογη,
ημουν κ γω σαν εσενα. Περασα από τους τοπους σου κ σε ξερω καλα, γιατι ημουν σαν εσενα κ χειροτερος σου. Περασα από τα μερη που συχναζεις κ τα ξερω απ’εξω κ ανακατωτα.
Ότι κ να κανεις ο Θανατος θα βγει νικητης. Ο Θανατος για μενα δεν εχει την ιδια εννοια που εχει για σενα. Χρησιμοιοπουμε την ιδια λεξη αλλα δεν εχει καμια σχεση η λεξη Θανατος στα δικα μου χειλη κ η ιδια λεξη στα δικα σου. Καμια απολυτως σχεση. Στα δικα σου είναι εχθρος , στα δικα μου φιλος, συντροφος, καθεται εδώ διπλα μου, είναι παντα μαζι μου, προσπαθω ότι κ να κανω να ακουσω την αποψη του, να τον κοιταξω στα ματια, όταν ακομα χάνω καποιον αγαπημενο μου πεφτω στην αγκαλια του, κλαιω πανω στο στηθος του. Ειτε με καταλαβεις ειτε όχι δεν μου καιγεται καρφι. Εβαλα σε αυτην την ιστορια τιτλο: «Ανθρωπος».
Μολις τελειωσα αυτό που εγραφα, περναγε ο φιλος του πατερα μου Κύρος, 94 χρονων, εκανε τον πρωινο του περιπατο. Χαιρετιστηκαμε, μιλησαμε λιγο κ μου ειπε ότι ο κοσμος δεν παει καθολου καλα. Συμφωνησαμε κ του ειπα κ γω ότι καποιος εβαλε λαδι αυτοκινητου στη ριζα της διπλανης ελιας για να την ξερανει κ μου ειπε κ αυτος ότι κλεψαν την εκκλησια (ειναι θρησκος, πηγαινει καθημερινα εκκλησια), χαλασε ο κοσμος μου ειπε. Συνεχισε την βολτα του. Είναι φανταστικο! Είναι τοσο χρονων κ τρεχει σαν ελαφι. Φανταστικο. Χαθηκε πισω από την γωνια του σπιτιου, στο αψε σβησε.
Κ μετα από λιγο, μια άλλη γριουλα, καμια 85 χρονων κανοντας κ αυτή τον περιπατο της , ανταλλαξαμε τον καθημερινο μας χαμογελαστο χαιρετισμο. Κοντοστεκεται λιγο στο καγκελο του σπιτιου, με κοιταζει, χαμογελά, λεμε καλημερα ο ενας στον άλλο κ συνεχιζει κουτσα κουτσα τον περιπατο της. Τα σκυλια της μανα μου, η Μπένη κ ο Ρεξ,ξαπλωμενα χαλαρα στον ηλιο,εκει διπλα μου.