Όταν το νυχτολούλουδο
άνοιξε πάλι δειλά
καλησπερίζοντας
την πανσέληνο
τότε οι συλλαβές
ανέβηκαν στα δάκρυα
να πιούν
τις αναμνήσεις.
Κούρνιασα στο αέτωμα
της σιωπής
κοιτώντας σιωπηλά
τ’ αστέρια.
Όλα ντυμένα
λέξεις
άσπρες, κόκκινες,
κίτρινες, βιολετί……
Οι θύμησες….
Οι αναμνήσεις….
Και πάλι
απρόσκλητοι
εφιάλτες…
Πρόθυμοι
να με κεράσουν
το δυνατό κρασί
των χειλιών
που όσο πάλιωνε
κι’ όσο ταξίδευε
βαθιά ο χρόνος
μέσα μου
τόσο με μέθαγε
και ποιο πολύ
η ανάμνηση σου.
Κι’ εκεί
στον σκοτεινό
ορίζοντα
της θάλασσας
που ξέφυγα
για να ξεχάσω
βρήκα τα κύματα
που ρώταγαν
για σένα……
Όταν φάνηκε
η πλώρη του Ανέμου…
να σχίζει το σκοτάδι
και να πυρώνει
τις θύμησες
και πάλι….
Κι’ εκεί στο
φωτισμένο
φιλιστρίνι
πάλι εσύ
ν’ αγναντεύεις
όπως και τότε
τη θάλασσα
και να γελάς
και να ρωτάς
και ν’ απορείς
και να φωνάζεις
σαν παιδί
και να το λες
πάλι και πάλι
το γιατί
τόσα δελφίνια
μουσική
και δες χορεύουν
σα γιορτή….
Μα ναι !
Με μιας απάντησες !
Ξέρουν για την αγάπη μας !
Γι’ αυτό μας τραγουδάνε….!
Μα η σιωπή
χρόνος καρφί
καρδιά που έμπηξε
βαθιά…
με πρόλαβε
δεν μπόρεσα
ούτε σου απαντήσω...
Χρόνος ….
καρφιά…..
Οι θύμησες…..
Καρδιά μου
τ’ αποτίμησες…
όλα σε τούτη
τη ζωή…
τώρα μονάχος μου
στη γη…..
μα ως τον άλλο μήνα….
δίνω υπόσχεση
να ‘ρθω
στο διπλανό το μνήμα…..
Νίκος Στυλιανού