Σύννεφα σπλάχνα τ’ ουρανού, που αναπαράγονται
Σκοτεινά σκυλιά προπομποί μιας οργισμένης καταιγίδας,
Σχηματίζουν φιγούρα ανθρώπινη κι ύστερα αποδημούν
Παραμένοντας σιωπηλά, θαρρείς πως δεν υπάρχουν.
Σύννεφα σπλάχνα τ’ ουρανού, που αιμορραγούν
Μαστίγια του νου, συσπάσεις μιας καταιγίδας επιληπτικής
Που εγκυμονεί την αυτοκαταστροφή της σ’ ένα πλακούντα
Όξινης βροχής μελανόμορφο εκκολαπτήρα της οδύνης της.
Οργισμένο θηρίο, βρυχάται μια βροντή σιωπής
Εκκωφαντική ωδή του τράγου, ενός διχασμένου μυαλού,
Ξεριζώνει σταγόνες, ριπές επερχόμενου κατακλυσμού.
Υποτελής στις επιθυμίες της καταπίνει αγγελικές φωνές.
Ελευθερώνει υγρούς δαίμονες, μικρούς κυκλώνες
Μανιακούς, που πολιορκούν και κυκλώνουν μια ζωή.
Θέλησα να ’μερέψω εκείνα τα τρομαγμένα σύννεφα
Γέννημα μου, που αρνούμαι ν’ αποδεχτώ…