Πόρος, Οκτώβρης 2000 Περιμένοντας κάποιο πλοίο να με πάρει…
ΑΝΤΙΚΡΙΖΟΝΤΑΣ ΤΟ ΒΕΛΟΣ (1)
…στην πραγματκότητα, όλα όσα με αποτελούν, με περιέχουν κιόλας… με περιείχαν πριν καν υπάρξω… το ότι κάποια στιγμή θα μπορέσω να τα συνειδητοποιήσω είναι ένα θλιβερό ψέμα. Το πολύ πολύ που θα καταφέρω κάποτε είναι να τα αποτυπώσω. Ίσως και να τα χαρτογραφήσω… ανάγλυφα, κορυφές, πλαγιές και κοιλάδες… στην αρχή θολά, αδέξια, μετά με ακρίβεια, με δεξιότητα, με ενάργεια. Μα θα παραμένουν πάντα ακατάληπτα… στον πυρήνα τους, στην ολότητά τους… ίσως όχι ακριβώς ‘άγνωστα’ αλλά ακατανόητα… όπως και τα όνειρα…
ΑΝΤΙΚΡΙΖΟΝΤΑΣ ΤΟ ΒΕΛΟΣ (2)
…σκέπτομαι, περιμένω, γράφω, πίνω το δεύτερο καπουτσίνο αυτό το μελαγχολικό μεσημέρι της Παρασκευής. Δίπλα στη θάλασσα κι ενώ στην κοντινή συντροφιά κάποιοι Γερμανοί χαχανίζουν αφόρητα…
…σκέπτομαι, περιμένω, αδειάζω και γεμίζω, αγόρασα δυο χρώματα στυλό και τούτο το μπλοκ από το Πρακτορείο Τύπου. Απλώνομαι ράθυμα και νωχελικά πάνω στο άσπρο χαρτί… περιττά και απέριττα, έτσι για να μην αντικρίζω το Βέλος αδρανής…
…σκέπτομαι, γράφω, αδειάζω, γεμίζω… υπάρχω…
ΑΝΤΙΚΡΙΖΟΝΤΑΣ ΤΟ ΒΕΛΟΣ (3)
Απέναντί μου το Κέντρο Προπαίδευσης του Πόρου. Με πηγαίνει κάποια χρόνια πίσω, όταν τα πλοία του ΠΝ μας έφερναν από το Παλάσκα και μας άδειαζαν εδώ –Άνοιξη ήταν- για να φιλοξενηθούμε για 40 περίπου ημέρες στις εγκαταστάσεις της πάλαι ποτέ Σχολής των Υπαξιωματικών του ΠΝ. Υπάρχουν θύμησες αλλά και απόσταση. Τόση απόσταση που δεν το πιστεύω ότι κάποτε, εγώ, ήμουν εδώ, σ’αυτό το τόπο, ντυμένος μια στολή που δεν ήταν στο νούμερό μου, φορτωμένος ένα θηριώδη σάκο και μαζί δέος και κάποιο ρίγος…
Το Βέλος τώρα είναι δεμένο στο ντόκο, κοντά στο εκκλησάκι… τότε δεν υπήρχε κανένα Α/Τ ή άλλο πλοίο δεμένο σ’αυτό το ντόκο. Κρίμα…
Κάποιοι ναύτες με τα ολόλευκα, αχρησιμοποίητους σχεδόν πίλους τους βολτάρουν μπροστά από το Θεραπευτήριο κι έξω από τη μεγάλη αίθουσα συγκεντρώσεων. Δεν τους ζηλεύω.
Υπάρχουν θύμησες, μνήμες, κάποια χρόνια πέρασαν και βρήκαν την ευκαιρία να αναδυθούν απ’τα βάθια της λήθης και να με γαργαλήσουν τρυφερά και νοσταλγικά.
Τότε δεν υπήρχε το Βέλος δεμένο στη προβλήτα.
Εσύ όμως υπήρχες…
Τρεις πήγε… η παρέα των ζωηρών Γερμανών έφυγε, η καφετέρια άδειασε, λιγόστεψε και ο κόσμος που περνάει από μπρος μου στη παραλιακή οδό… είναι φθινόπωρο, ο πουνέντης φρεσκάρει και υποψιάζομαι ότι το Δελφίνι θα κουνάει στο γυρισμό…
Το Βέλος αναπαύεται ακόμη τεμπέλικα απέναντί μου, οι μνήμες κούρνιασαν ξανά στη φωλιά τους, κείνο το χτυποκάρδι που ξέρω πια τόσο καλά με τσίμπησε ξανά, εσύ ορθώνεσαι πάλι μέσα μου…
Και ένας ασχημομούρης κόπρος, μοναχικός, όπως κι εγώ, σα να με σπλαχνίστηκε, ήρθε και ξάπλωσε στα πόδια μου…