Μας έχουν ζαλίσει τις απολήξεις.
Ασύλληπτος ο καταιγισμός των ζοφερών μηνυμάτων
κι όμως η εντύπωση που γυροφέρνει έχει σφιχταγκαλιαστεί πια με την απάθεια.
Ίσως είναι ο ήλιος, η αναπνοή της στιγμής.
Μπορεί να είναι και το φεγγάρι.
Ενδεχομένως να είναι η επανάληψη, αυτός ο αιμοδότης της αδιαφορίας, ο οποίος αρκείται στην περιφρόνηση της επικαιρότητας
Μπορεί ακόμα να είναι κι εκείνο το «δε βαριέσαι», πρώτο γάλα μιας νοοτροπίας από πάππον προς πάππον.
Κι όμως εκείνη η παρέα με τους μικρούς στο πεζοδρόμιο της πολύφωτης συνοικίας με τα ποτήρια στο χέρι και τις φωνές τεντωμένες, δε θύμιζε καθόλου τη διαδικασία της μετάγγισης του φόβου εκ του Τήλε.
Τι και να φωνάζει εκείνος ο ασπρουλιάρης Εσπέριος τις παράξενες λέξεις τις προκατασκευασμένες στο επιτραπέζιο αλισβερίσι των γραβατωμένων, τι να ακούγεται η φωνή του εκφωνητή από το ερμάριο με τα σιδερωμένα ρούχα!
Η ανεμελιά έχει ακυρώσει την περιττότητα των εκτοξευμένων φωνημάτων και έχει καθίσει στην άνοιξη.
Σε λίγο θα ξεχυθούν στα στενά οι έρωτες και οι συναλλαγές θα περιοριστούν στις κλειστές στροφές των ψιθύρων
Ο σαρκασμός της ανοικτής θάλασσας, θα μονολογήσει το ενδιαφέρον της εποχής για τα πάθη.
Και στα κλειδωμένα κουτιά οι αλλεργικοί άρχοντες θα παραμιλούν την κρίση αφήνοντας στη μιζέρια τους την αναπνοή τους, ενώ οι επιβάτες θα ονειρεύονται.
Ένα μονόπρακτο της εποχής θα ανεβάσει το ημερολόγιο και μια θεατρίνα ασπροκόκκινη πλουμιστή και κουνιστή θα ονοματίσει τις ημέρες.
«Τι να την κάνεις την κακομοιριά με τέτοιον ήλιο»
Ξεφώνισε η πασχαλίτσα.
Κι άνοιξε τα μικρά φτερά της.
Γιώργος ΘΕΟΔΟΣΙΟΥ