Μία παλιά ιστορία...
Στην Άγονη Γραμμή
Είμαι εκεί. Κοιτάζοντας τον Πασχάλη. Τον Πασχάλη με τα τρία πόδια να προσπαθεί να κατουρήσει. Δεν έχει καμία τύχη. Μπορεί ένας σκύλος να κατουρήσει στεκούμενος με τα δυο απέναντι χιαστί πόδια; Κι όμως προσπαθεί ,όπως προσπαθούν πολλοί για το ανέφικτο.
Βρίσκομαι στην Δονούσα κατακαλόκαιρο σε ένα νησί ξεχασμένο από τον Θεό και τον άνθρωπο. Κάθομαι σε ένα μπαρ στη μέση του πουθενά περιμένοντας το τίποτα. Μαζί μου άλλοι εκατό εκατόν πενήντα άνθρωποι περιμένοντας… Δεν ξέρω, μάλλον κι αυτοί το τίποτα. Από τα ηχεία του μπαρ ακούγεται χαμηλά έθνικ μουσική. Είμαι μόνος, θα ήθελα να είμαι με την Σοφία. Αλλά η Σοφία δεν είναι εδώ. Έχει φύγει από κοντά μου περίπου ένα μήνα. Επίσημο ανακοινωθέν : «Ασυμφωνία χαρακτήρων».
Κοιτάζω την θάλασσα. Εκείνη με καλεί κοντά της. Δεν πρόκειται να πάω. Φοβάμαι, φοβάμαι αυτήν, τους άλλους, τον εαυτό μου. Γιατί; Ούτε εγώ ξέρω. Ίσως φταιει για αυτό και για πολλά άλλα που μου συμβαίνουν, είμαι σίγουρος, η κρίση των τριάντα. ΄Η μήπως όλα είναι στο μυαλό; Θα ήθελα να ρωτήσω την τριαντάρα που κάθεται απέναντί μου και με κοιτάζει με εξεταστικό ύφος( θα περάσω από τις εξετάσεις της; Μάλλον όχι ,είμαι κι εγώ σαν τον Πασχάλη, αδύναμος στον κόσμο των δυνατών) .« Ξέρεις, έχει αλλάξει κάτι σε σένα από τότε που μπήκες στα τριάντα;», θα ρωτήσω. Η απάντησή της γνωστή: «Όχι» ,αν προορίζομαι για γκόμενος ( πρέπει να δείξει χαρακτήρα απέναντι μου ), «ναι» ( αν της είμαι αδιάφορος, δηλαδή φίλος της). Συνεχίζοντας: Ναι, έχω αλλάξει, γερνάω, γίνομαι σοφότερη (;), περισσότερο επιλεκτική (;), ξέρω τι θέλω (;), αλλά πάνω από όλα νιώθω το ίδιο συναίσθημα με σένα. Φοβάμαι!
Συνεχίζει να με κοιτάει. Περνάει από μπροστά της ένας δίμετρος με μπόλικα μούσκλια. Τον κοιτάζει έντονα, το ίδιο και αυτός. Της μιλάει, ανταποκρίνεται. Πιάνουν κουβέντα. Μπορεί και να τα βρουν .Ποιος ξέρει; Πάντως εγώ δεν θα συμμετάσχω στο παιχνίδι τους. Αυτό είναι το μόνο σίγουρο. Ίσως η μελαχρινούλα ξεχάσει τους φόβους της για λίγο, μέσα στην αγκαλιά του.
Το μπαρ αρχίζει να γεμίζει. Οι παρίες των σκηνών κάνουν την εμφάνισή τους. Διψούν για μπύρα , παρέα, χορό και καμία ξεπέτα έτσι χωρίς δεσμεύσεις. Όποιος δεσμεύεται για κάτι στην εποχή μας, έστω και για το πιο ασήμαντο πράγμα στον κόσμο, είναι τουλάχιστον βλάκας.
Μια ξαφνική δυνατή καλοκαιρινή μπόρα διακόπτει τους «στοχασμούς» μου και διαλύει τους κατασκηνωτές-μπαρόβιους. Τρέχουν να προφυλακτούν από τις ψιχάλες . Εγώ αντίθετα κάθομαι και απολαμβάνω κάθε σταγόνα που πέφτει πάνω μου. Κάθε σταγόνα με καθαρίζει, με εξιλεώνει. Δεν ξέρω όμως από τι. Ψάχνω να βρω. Μπορεί και να με καθαρίζει απλώς από το θαλασσινό νερό που έχω πάνω μου από τη μεσημεριανή βουτιά.
Παραγγέλνω σε μια αδιάφορη γκαρσόνα μια αδιάφορη μπύρα. Παλιά έψαχνα να βρω παρηγοριά σε αυτήν. Δεν κάνει τίποτα το σπουδαίο. Απλώς νεκρώνει για λίγο τις σκέψεις σου. Μόλις η επίδραση της περάσει, εκείνες έρχονται πιο δυνατές, λες και το αλκοόλ είναι το αναβολικό τους.
Ανάβω ένα τσιγάρο, πάλι άρχισα το κάπνισμα. Για μια αγάπη το έκοψα, για μια άλλη το ξανάρχισα. Όλες οι αντιδράσεις έχουν κάποια ρίζα. Άλλοτε βαθιά και άλλοτε επιφανειακή . Εξαρτάται από τις καταστάσεις.
Η μουσική αλλάζει ρυθμό. Ρέγκε, η μουσική της ελπίδας, τουλάχιστον αυτό το συναίσθημα δημιουργεί σε μένα, ότι καλύτερο μετά το τέλος της μπόρας. Πίνω την μπύρα μου χαζεύοντας ένα κοπάδι ανθρωπόμορφα πρόβατα να χορεύουν. Δεν είμαι μέρος τους, ίσως αν ήμουν να μην χρειαζόμουν τίποτε άλλο. Μπύρα, λίγο μαριχουάνα, χορός και εγκέφαλος κλινικά νεκρός. Σπουδαία ζωή , χωρίς κανένα άγχος. Για να έχεις άγχη πρέπει να βάλεις σε λειτουργία πρώτα τον εγκέφαλό σου. Αχ, μακάρι να μην είχα εγκέφαλο, μόνο ένα τηλεχειριστήριο για τις βασικές ανάγκες. Πέντε κουμπιά. Ένα για ούρηση ένα για αφόδευση, ένα για φαί, ένα για ύπνο και ένα για να δουλεύω από το πρωί μέχρι το βράδυ, χωρίς διακοπή.
Με πλησιάζει μια Αγγλιδούλα, χαριτωμένη. Μου ζητάει τσιγάρο, ένα. Της προσφέρω ένα και άλλο ένα για μετά. Αρνείται το δεύτερο.
«Θέλω να απολαύσω τη στιγμή», μου λεει με τα μάτια γουρλωμένα.
«Γιατί ;», ρωτώ με απορία πεντάχρονου παιδιού.
«Γιατί αν έχω δεύτερο, θα είναι στο μυαλό μου συνέχεια και θα χάσω την απόλαυση που επιδιώκω», απαντά με ύφος πανεπιστημιακού καθηγητή.
Δεν απαντώ. Έχει δίκιο. Μια μικρή μόνο ένσταση. Αν σου προσφερθεί μια ακόμη λύση και την αρνηθείς για το παρόν, ίσως να αποβεί μοιραίο. Ίσως είναι μια «παραπληγική» σκέψη. Μπορεί τα τριάντα να σε κάνουν να σκέφτεσαι πιο γεροντίστικα. Ποιος ξέρει; Η απάντηση στους εαυτούς μας.
Κοιτάζω μια παχουλή κοπελίτσα. Δεν συμμετέχει στο πάρτι. Αποφασίζω να αφήσω τη θέση μου και να πάω κοντά της… Χωρίς λόγο, χωρίς αιτία. Όλες μας οι πράξεις προέρχονται πάντα από κάποια αιτία; Δεν λειτουργεί μερικές φορές το ένστικτό μας; Σε άλλους, βέβαια, λειτουργεί μόνο αυτό, δεν υπάρχει αιτία, αιτιατό, μόνο ένστικτο για την επιβίωση. Πιάνω κουβέντα.
«Με λένε Χάρυ, είμαι επίδοξος συγγραφέας και καμένο χαρτί από χέρι», της λέω απλά.
«Με λένε Νάντια, είμαι πρώην ναρκομανής, επίδοξη ζωντανή και είμαι επίσης καμένο χαρτί», μου απαντά επίσης απλά.
«Θα πιεις μια μπύρα μαζί μου;», δείχνοντας το σχεδόν άδειο μπουκάλι που κρατώ στο χέρι μου.
«Αν γίνει βότκα λεμόνι θα πιω», μου λεει κλείνοντας το μάτι.
«Ο.Κ.», κάνοντας νόημα στη σερβιτόρα.
Περνάνε δύο τρία λεπτά και η αδιάφορη γκαρσόνα με βήματα που σέρνονται στο αμμώδες έδαφος φέρνει τα ποτά.
«Στην υγεία μας».
Τσουγκρίζουμε τα ποτήρια. Πίνουμε όλο το βράδυ, χωρίς να μιλάμε. Η βραδιά τελειώνει.
«Θέλεις να έρθεις στην σκηνή μου;», ρωτάει λιγωμένα η Νάντια.
«Όχι», της απαντώ. «Με περιμένουν ,άλλη φορά».
Αποχαιρετιζόμαστε. Δεν με περιμένει κανένας. Μόνο ο Πασχάλης για να τον ταΐσω, λίγα από τα υπολείμματα της κονσέρβας που θα κατανάλωνα σε λίγο.
Δονούσα 10.08.2005, Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από κακόβουλη χρήση. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε την Javascript για να τη δείτε.